26Α.-(1)(α) Αν ο Αρχιεπιθεωρητής ή οποιοσδήποτε Επιθεωρητής έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι οποιοδήποτε πρόσωπο διαπράττει ή έχει διαπράξει οποιοδήποτε αδίκημα κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 6Α, 8, 9, 11, 15 ή και των Κανονισμών που εκδίδονται με βάση το άρθρο 27, συμπεριλαμβανομένων και των περιπτώσεων της παραγράφου (1) του Κανονισμού 13 των περί Συσκευασιών και Αποβλήτων Συσκευασιών (Ευθύνη Οικονομικών Παραγόντων) Κανονισμών ή/ και των διαταγμάτων που εκδίδονται με βάση το άρθρο 28 έχει εξουσία να προβεί σε εξώδικη ρύθμιση του αδικήματος.
(β) Το ποσό της εξώδικης ρύθμισης είναι ανάλογο με τη σοβαρότητα του αδικήματος, και δεν υπερβαίνει τα τρεις χιλιάδες τετρακόσια ευρώ (€3.400).
(2) Για τους σκοπούς της εξώδικης ρύθμισης που προβλέπεται στο εδάφιο (1), ο Επιθεωρητής ή ο λειτουργός επιδίδει στο πρόσωπο που πιστεύει ότι διέπραξε το αδίκημα σχετική ειδοποίηση, στην οποία καθορίζεται το αδίκημα, η συγκεκριμένη διάταξη που θεωρεί ότι παραβιάστηκε, ο χρόνος διάπραξης του αδικήματος, το χρηματικό ποσό που το πρόσωπο καλείται να καταβάλει καθώς και το χρονικό διάστημα εντός του οποίου αυτό πρέπει να καταβληθεί.
(3) Αν η πράξη ή η παράλειψη, την οποία ο Επιθεωρητής ή ο λειτουργός θεωρεί, σύμφωνα με το εδάφιο (1) ότι συνιστά αδίκημα, επαναληφθεί για δεύτερη φορά ή δεν τερματιστεί εντός σαράντα οκτώ (48) ωρών από την ώρα επίδοσης της ειδοποίησης, ο Επιθεωρητής ή ο λειτουργός καθορίζει ποσό εξώδικου προστίμου, διπλάσιο του ποσού που καθορίστηκε κατά την πρώτη παράβαση και, σε περίπτωση που η πράξη ή παράλειψη επαναληφθεί για τρίτη φορά, ο Επιθεωρητής ή ο λειτουργός προβαίνει στις αναγκαίες ενέργειες για δίωξη του εν λόγω προσώπου ενώπιον δικαστηρίου.
(4) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3), αν η πράξη ή η παράλειψη, την οποία ο Επιθεωρητής ή ο λειτουργός θεωρεί σύμφωνα με το εδάφιο (1) ότι συνιστά αδίκημα, δεν τερματιστεί σύμφωνα με τις οδηγίες του εντός σαράντα οκτώ (48) ωρών από την ώρα επίδοσης της ειδοποίησης, τότε για κάθε μέρα που η πράξη ή η παράλειψη συνεχίζεται ή επαναλαμβάνεται, θεωρείται ότι διαπράττεται νέο αδίκημα, για το οποίο ο Επιθεωρητής ή ο λειτουργός προβαίνει στις αναγκαίες ενέργειες για δίωξη του παραβάτη ενώπιον δικαστηρίου.
(5) Κάθε ποσό που καταβάλλεται με βάση τα προβλεπόμενα στα εδάφια (1) και (2) θεωρείται χρηματική ποινή που επιβλήθηκε λόγω καταδίκης για το σχετικό αδίκημα.
(6) Με την καταβολή του ποσού που προβλέπεται στο εδάφιο (5), ο εισπράξας εκδίδει σχετική απόδειξη στο πρόσωπο που το καταβάλλει, στην οποία αναγράφονται τα ακόλουθα:
(α) το όνομα του προσώπου που πιστεύεται ότι διέπραξε το αδίκημα·
(β) συνοπτική αναφορά του αδικήματος·
(γ) ο τόπος και η ημερομηνία διάπραξης του αδικήματος· και
(δ) το ποσό που καταβλήθηκε.
(7) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (3) και (4), αν το χρηματικό ποσό που προβλέπεται στο εδάφιο (1) ή (3) καταβληθεί πριν από την πάροδο δεκατεσσάρων (14) ημερών από την ημερομηνία έκδοσης της ειδοποίησης, ουδεμία ποινική δίωξη ασκείται αναφορικά με τη διάπραξη του σχετικού αδικήματος.
(8) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (3) και (4), μετά την εξώδικη ρύθμιση του αδικήματος, την καταβολή του ποσού και την έκδοση της απόδειξης που αναφέρεται πιο πάνω, δε χωρεί οποιαδήποτε περαιτέρω ποινική διαδικασία σχετικά με το συγκεκριμένο αδίκημα και η προσαγωγή στο δικαστήριο της απόδειξης που προβλέπεται στο εδάφιο (6) αποτελεί απόδειξη των γεγονότων που αναφέρονται σε αυτήν και συνεπάγεται απαλλαγή του κατηγορούμενου για το συγκεκριμένο αδίκημα που αναφέρεται σε αυτήν.
(9) Η εξώδικη ρύθμιση του αδικήματος και η καταβολή του σχετικού ποσού σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις δεν αποτελεί καταδίκη. Σε περίπτωση, όμως, καταδικαστικής απόφασης για διάπραξη άλλου παρόμοιας φύσης αδικήματος, το δικαστήριο δύναται να λάβει υπόψη του τα πιο πάνω γεγονότα, για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής.