17.-(1) Από την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου, η Αρμόδια Αρχή δύναται να απαγορεύει τον απόπλου των πλοίων επί των οποίων έχει εφαρμογή ο παρών Νόμος, εάν δεν τηρούν τις απαιτήσεις των άρθρων 6(1), 8(2), 8(3), 8(4), 11(1), 11(5), 13(1), 14(3), 15(1)(α), 15(2) και 16(4) του παρόντος Νόμου και των δυνάμει του παρόντος Νόμου εκδιδόμενων Κανονισμών.
(2) Εφόσον κατά την επιθεώρηση η Αρμόδια Αρχή διαπιστώσει παράβαση των διατάξεων που καθορίζονται στο εδάφιο (1), προβαίνει σε βεβαίωση της παράβασης, συντάσσει σχετική έκθεση, καλεί τον πλοίαρχο σε απολογία και δύναται να απαγορεύσει τον απόπλου του πλοίου μέχρις ότου βεβαιωθεί ότι έχει αποκατασταθεί η αιτία της μη συμμόρφωσής του και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, καταβληθεί οποιοδήποτε διοικητικό πρόστιμο ήθελε επιβληθεί κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 18.
(3) Τα έξοδα επιθεώρησης του πλοίου για βεβαίωση της αποκατάστασης της παράβασης βαρύνουν το πλοίο και καταβάλλονται προ της άρσης της απαγόρευσης απόπλου.
(4) Κατά την άσκηση του ελέγχου από τη Δημοκρατία σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, πρέπει να καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να αποφεύγεται η αδικαιολόγητη απαγόρευση απόπλου ή η καθυστέρηση πλοίου.
(5) Σε περίπτωση αδικαιολόγητης απαγόρευσης απόπλου ή καθυστέρησης, ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου δικαιούται αποζημίωση για τις τυχόν απώλειες ή ζημιά που έχει υποστεί:
Νοείται ότι σε περίπτωση, που προβάλλεται ο ισχυρισμός της αδικαιολόγητης απαγόρευσης απόπλου ή καθυστέρησης, το βάρος της απόδειξης φέρει ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου.