20.-(1) Κάθε πρόσωπο διαπράττει αδίκημα εάν-
(α) Εμποδίζει, ή παρακωλύει οποιοδήποτε πρόσωπο, το οποίο ασκεί εξουσία ή καθήκον βάσει του Νόμου αυτού·
(β) σκόπιμα δε συμμορφώνεται με οποιαδήποτε οδηγία, απόφαση, παρέκκλιση ή απαίτηση προσώπου, που ασκεί εξουσία ή καθήκον βάσει του Νόμου αυτού·
(γ) χρησιμοποιεί ή τοποθετεί σήμα σε οποιαδήποτε φιάλη ή συσκευή αερολυμάτων (αεροζόλ) ή σχετικό έγγραφο, που μπορεί να δημιουργήσει σύγχυση με τα σήματα, τα οποία καθορίζονται στο Νόμο αυτό·
(δ) εν γνώσει του διαθέτει στην αγορά οποιαδήποτε φιάλη ή συσκευή αερολυμάτων (αεροζόλ), η οποία δεν πληροί τις διατάξεις του Νόμου αυτού και ενέχει σοβαρούς κινδύνους για την ασφάλεια του χρήστη·
(ε) χρησιμοποιεί ή τοποθετεί σε οποιαδήποτε φιάλη ή έγγραφο σήμα ΕΟΚ, που καθορίζεται στο Νόμο αυτό, εκτός εάν χορηγήθηκε έγκριση βάσει των διατάξεων του Νόμου αυτού ή εθνικής νομοθεσίας Κράτους Μέλους η οποία υιοθετεί τις Κοινοτικές Οδηγίες· ή
(στ) παραβαίνει οποιαδήποτε διάταξη του άρθρου 15.
(2) Πρόσωπο, το οποίο διαπράττει αδίκημα βάσει των διατάξεων του άρθρου αυτού, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης για χρονική περίοδο που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τετρακόσιες πενήντα λίρες ή και στις δύο ποινές μαζί.
(3) Όταν νομικό πρόσωπο διαπράττει αδίκημα βάσει του άρθρου αυτού, κάθε πρόσωπο που το αντιπροσωπεύει για τους σκοπούς του Νόμου αυτού και κάθε διευθυντής ή μέλος του διοικητικού συμβουλίου του ή διευθύνων σύμβουλος ή γραμματέας ή άλλος αξιωματούχος του νομικού αυτού προσώπου ή οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο εμφανιζόταν ότι κατέχει οποιαδήποτε από τις προαναφερθείσες ιδιότητες, που εξουσιοδοτεί ή παρακινεί ή επιτρέπει την τέλεση της πράξης ή την παράλειψη η οποία συνιστά το αδίκημα είναι, ταυτόχρονα με το νομικό πρόσωπο, ένοχο του αδικήματος αυτού και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται στις ίδιες ποινές που προβλέπει ο Νόμος αυτός για το εν λόγω αδίκημα.