14.—(1) Άνευ επηρεασμού των διατάξεων του άρθρου 10, κάθε εργοδότης οφείλει, μετά από συνεννόηση με τους εργοδοτουμένους που πιθανόν να επηρεαστούν ή με τους εκπροσώπους των εργοδοτουμένων, να καθορίζει γραπτώς και να εφαρμόζει πολιτική σχετικά με το κάπνισμα σε κάθε χώρο εργασίας, η οποία να βασίζεται στην αρχή ότι οι εργοδοτούμενοι που δεν καπνίζουν ή δεν επιθυμούν να καπνίζουν στο χώρο εργασίας τους προστατεύονται από τον καπνό σε τέτοιο χώρο εργασίας.
(2) Η πολιτική που αναφέρεται στο εδάφιο (1) ειδικότερα πρέπει να πληροί τις πιο κάτω προϋποθέσεις:
(α) Σε κάθε χώρο εργασίας ο εργοδότης μεριμνά για την τοποθέτηση ή τη διάθεση αντιγράφου πολιτικής που εφαρμόζεται για το κάπνισμα στο χώρο αυτό και προμηθεύει, κατόπιν αίτησης, με αντίγραφο της πολιτικής αυτής κάθε εργοδοτούμενο, υποψήφιο εργοδοτούμενο, ή εκπρόσωπο τέτοιου εργοδοτουμένου, και
(β) σε κάθε χώρο εργασίας ο εργοδότης μεριμνά για την τοποθέτηση σε περίοπτα μέρη ευανάγνωστων και ευδιάκριτων πινακίδων που υποδεικνύουν τις περιοχές στις οποίες το κάπνισμα απαγορεύεται ή επιτρέπεται.
(3) Άνευ επηρεασμού των διατάξεων του άρθρου 10, οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εμποδίζουν τον εργοδότη να επιτρέψει το κάπνισμα σε κλειστούς χώρους με επαρκές σύστημα εξαερισμού και στους οποίους βρίσκονται αποκλειστικά εργοδοτούμενοι οι οποίοι είναι καπνιστές και εγγράφως ζητούν να επιτρέπεται το κάπνισμα σε τέτοιο χώρο.
(4) Όποιος παραβιάζει τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή προστίμου που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες ή σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή και στις δύο ποινές μαζί.