7.—(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 6 του παρόντος Νόμου, κάθε εργοδοτούμενος με μερική απασχόληση δικαιούται ισότιμων όρων και συνθηκών απασχόλησης και ισότιμης μεταχείρισης και απολαμβάνει την ίδια προστασία με αυτή που παρέχεται στους συγκρίσιμους εργοδοτουμένους με πλήρη απασχόληση, ιδίως όσον αφορά-
(α) Το μισθό και τα ωφελήματα:
Νοείται ότι οι παροχές σε χρήμα και τα επιδόματα των εργοδοτουμένων με μερική απασχόληση θα καθορίζονται κατ' αναλογία και σε συνάρτηση με τις ώρες απασχόλησης ή τις αποδοχές ή τις εισφορές τους ή άλλες μεθόδους βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας, των συλλογικών συμβάσεων και πρακτικής·
(β) το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης:
Νοείται ότι οι εισφορές και οι πληρωμές των παροχών των εργοδοτουμένων με μερική απασχόληση θα καθορίζονται με βάση τις εκάστοτε ισχύουσες πρόνοιες των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων του 1980 μέχρι 2002·
(γ) τον τερματισμό της απασχόλησης:
Νοείται ότι κάθε εργοδοτούμενους με μερική απασχόληση, του οποίου οι ώρες απασχόλησης είναι χαμηλότερες από τις εκάστοτε καθοριζόμενες στους περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμους του 1994 έως 2002, εξαιρείται·
(δ) την προστασία της μητρότητας·
(ε) την ετήσια άδεια με αποδοχές και αργίες λόγω εορτών με αποδοχές·
(στ) τη γονική άδεια·
(ζ) την άδεια ασθενείας.
(2) Κάθε εργοδοτούμενος με μερική απασχόληση δικαιούται της ίδιας μεταχείρισης και απολαμβάνει της ίδιας προστασίας με αυτήν που παρέχεται στον εργοδοτούμενο με πλήρη απασχόληση όσο αφορά-
(α) Το δικαίωμα της οργάνωσης, το δικαίωμα της συλλογικής διαπραγμάτευσης και το δικαίωμα να ενεργεί ως εκπρόσωπος των εργοδοτουμένων·
(β) την επαγγελματική ασφάλεια και υγεία·
(γ) την προστασία από δυσμενή διάκριση στην απασχόληση και στο επάγγελμα.