Ερμηνεία

2. Στον Νόμο αυτό, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια -

«βασικός μισθός» σημαίνει το μισθό τον οποίο ο κρατικός υπάλληλος δικαιούται να λάβει με βάση την καθορισμένη για τη θέση του με τον Προϋπολογισμό ή με ειδικό Νόμο μισθοδοτική κλίμακα ή πάγιο μισθό και περιλαμβάνει τις αυξήσεις των μισθών που παραχωρήθηκαν με τους περί Κρατικών Υπαλλήλων (Αυξήσις των Μισθών) Νόμους του 1981 έως 1984, τον περί Κρατικών Υπαλλήλων (Αύξησις των Μισθών και Συντάξεων) Νόμο του 1987, τον περί Κρατικών Υπαλλήλων (Αύξηση Μισθών και Συντάξεων) Νόμο του 1990, τον περί Κρατικών Υπαλλήλων (Αύξηση Μισθών και Συντάξεων) Νόμο του 1994, τον περί Κρατικών Υπαλλήλων (Αύξηση Μισθών και Συντάξεων) Νόμο του 1996 και τον περί Κρατικών Υπαλλήλων (Αύξηση Μισθών και Συντάξεων) Νόμο του 2000.

«δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων του 1969 έως 2002·

«δημόσια υπηρεσία» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας και των υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως 2001 και περιλαμβάνει τη δικαστική υπηρεσία καθώς και υπηρεσία στις θέσεις του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, του Γενικού Ελεγκτή, του Γενικού Λογιστή και των Βοηθών τους·

«Δύναμη» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Αστυνομίας Νόμου (όπως εκτίθεται στον Πίνακα του Νόμου 21 του 1964)·

«κρατικός υπάλληλος» σημαίνει αυτόν που κατέχει θέση στη Δημόσια Υπηρεσία, ή στη Δημόσια Εκπαιδευτική Υπηρεσία ή στη Δύναμη ή στο Στρατό είτε μόνιμα είτε προσωρινά είτε με αναπλήρωση·

«Στρατός» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 των περί του Στρατού της Δημοκρατίας Νόμων του 1990 έως 2002·

«σύνταξη» σημαίνει οποιαδήποτε ετήσια σύνταξη που πληρώνεται περιοδικά δυνάμει των Νόμων που βρίσκονται εκάστοτε σε ισχύ και αναφέρονται στις συντάξεις των κρατικών υπαλλήλων και περιλαμβάνει σύνταξη εξαρτωμένων·

«σύνταξη εξαρτωμένων» σημαίνει αύξηση που καταβάλλεται δυνάμει οποιουδήποτε από τους νόμους που βρίσκονται εκάστοτε σε ισχύ και αναφέρονται στις συντάξεις των κρατικών υπαλλήλων, στο χήρο, στη χήρα, ή και τα τέκνα κρατικού υπαλλήλου ή συνταξιούχου που απεβίωσε·

«συνταξιούχος» σημαίνει πρόσωπο, το οποίο κατά την ημερομηνία της δημοσίευσης του Νόμου αυτού είναι πολίτης της Δημοκρατίας και στο οποίο χορηγήθηκε σύνταξη δυνάμει οποιουδήποτε από τους Νόμους που βρίσκονται εκάστοτε σε ισχύ και αναφέρονται στις συντάξεις των κρατικών υπαλλήλων.