13.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 3, κανένα πρόσωπο, εκτός από πιστωτικό ίδρυμα, δεν δύναται να ενεργεί ως διαπραγματευτής συναλλάγματος στη Δημοκρατία χωρίς προηγούμενη άδεια της Κεντρικής Τράπεζας κατά τις διατάξεις του άρθρου 36 του περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου:
Νοείται ότι, πράξεις σε ξένο συνάλλαγμα δύνανται να διενεργούνται από θυγατρική εταιρεία πιστωτικού ιδρύματος, υπό την προϋπόθεση ότι η θυγατρική εταιρεία συμπεριλαμβάνεται στην εποπτεία σε ενοποιημένη βάση, στην οποία υπόκειται και η μητρική της επιχείρηση.
(2) Για σκοπούς του παρόντος άρθρου, «διαπραγματευτής συναλλάγματος» σημαίνει πρόσωπο, στο οποίο έχει επιτραπεί από την Κεντρική Τράπεζα να διεξάγει πράξεις σε ξένο συνάλλαγμα.
(3) Παρά τις διατάξεις του άρθρου 12, οι επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.), δύνανται να εκτελούν σε ξένο συνάλλαγμα πράξεις άμεσης παράδοσης ή προθεσμιακής παράδοσης, μόνον όταν πρόκειται για υπηρεσίες συνδεδεμένες με την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών.