14.-(1) Σ΄ όλους όσους ασκούν, κατά τους όρους του παρόντος Νόμου κατοχυρωμένο επάγγελμα στη Δημοκρατία το αρμόδιο όργανο του άρθρου 15, αναγνωρίζει το δικαίωμα να φέρουν τον επαγγελματικό τίτλο που αντιστοιχεί στο επάγγελμα αυτό, να συνοδεύουν δε τον επαγγελματικό τίτλο με το νόμιμο τίτλο εκπαίδευσης, τον οποίο απέκτησαν στο κράτος μέλος καταγωγής ή προέλευσης και ενδεχομένως την σύντμησή του στη γλώσσα του κράτους αυτού. Το αρμόδιο όργανο μπορεί να επιβάλει να συνοδεύεται ο τίτλος αυτός από το όνομα και τον τόπο του εκπαιδευτικού ιδρύματος ή της εξεταστικής επιτροπής που τον χορήγησε.
(2) Όταν ένα επάγγελμα κατοχυρώνεται στη Δημοκρατία από ένωση ή οργάνωση που αναφέρεται στην ερμηνεία του όρου “κατοχυρωμένη επαγγελματική δραστηριότητα”, οι υπήκοοι των κρατών μελών δικαιούνται να φέρουν τον επαγγελματικό τίτλο ή τη σχετική σύντμηση που απονέμει η ένωση ή οργάνωση αυτή, μόνο εφόσον αποδεικνύουν ότι είναι μέλη της.
(3) Όταν η ένωση ή η οργάνωση εξαρτά την ιδιότητα του μέλους της από την ύπαρξη ορισμένων προσόντων, μπορεί να εφαρμόσει την απαίτηση αυτή σε υπηκόους άλλων κρατών μελών κατόχους διπλώματος κατά την έννοια που δίδεται στην ερμηνεία του όρου «δίπλωμα», στο άρθρο 2, ή πιστοποιητικού κατά την έννοια που δίδεται στην ερμηνεία του όρου “πιστοποιητικό” στο ίδιο άρθρο, ή τίτλου εκπαίδευσης κατά την έννοια της παραγράφου (β) εδάφιο (1) του άρθρου 4 ή της παραγράφου (β) εδάφιο (1) του άρθρου 7, ή του άρθρου 11, μόνο υπό τους όρους του παρόντος νόμου και ιδίως των άρθρων 4,6 και 7.