2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια:
«αίτηση» σημαίνει αίτηση που υποβάλλεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου από υπήκοο κράτους μέλους στο αρμόδιο όργανο, και «αιτητής» ερμηνεύεται ανάλογα·
«αρμόδια αρχή» αναφορικά με ένα δίπλωμα ή πιστοποιητικό ή βεβαίωση επάρκειας ή τη διάρκεια της επαγγελματικής πείρας, ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που απαιτούνται με βάση τον παρόντα Νόμο, σημαίνει την αρχή κράτους μέλους που έχει οριστεί, σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις του εν λόγω κράτους μέλους, ως αρμόδια για την έκδοση, τη χορήγηση ή την αναγνώριση αυτού του διπλώματος ή του πιστοποιητικού ή της βεβαίωσης επάρκειας ή της βεβαίωσης διάρκειας της επαγγελματικής πείρας ή των άλλων αποδεικτικών στοιχείων·
«αρμόδιο όργανο» σημαίνει το όργανο που έχει οριστεί ως αρμόδιο, βάση οποιασδήποτε νομοθετικής ή διοικητικής διάταξης για την αναγνώριση του δικαιώματος ασκήσεως στη Δημοκρατία νομοθετικά κατοχυρωμένου επαγγέλματος·
«βεβαίωση επάρκειας» σημαίνει κάθε τίτλο:
(α) Που χορηγείται από αρμόδια αρχή κράτους μέλους και πιστοποιεί εκπαίδευση η οποία δεν αποτελεί μέρος ενός συνόλου που συνιστά δίπλωμα κατά την έννοια που δίδεται στην ερμηνεία του όρου στον περί Γενικού Συστήματος Αναγνώρισης Επαγγελματικών Προσόντων Νόμου του 2002, ή δίπλωμα ή πιστοποιητικό κατά την έννοια του παρόντος Νόμου· ή
(β) που χορηγείται από αρμόδια αρχή κράτους μέλους έπειτα από εκτίμηση των ατομικών προσόντων, των ικανοτήτων ή των γνώσεων του αιτούντος, που θεωρούνται απαραίτητες για την άσκηση επαγγέλματος, χωρίς να απαιτείται η απόδειξη προηγούμενης εκπαίδευσης.
«δίπλωμα» σημαίνει οποιοδήποτε τίτλο εκπαίδευσης ή οποιοδήποτε σύνολο τέτοιων τίτλων που χορηγείται από αρμόδια αρχή κράτους μέλους:
(α) Από τον οποίο προκύπτει ότι ο κάτοχός του παρακολούθησε με επιτυχία:
(i) είτε κύκλο μεταδευτεροβάθμιων σπουδών, εκτός από τον αναφερόμενο στην ερμηνεία του όρου “δίπλωμα” του περί Γενικού Συστήματος Αναγνώρισης Επαγγελματικών Προσόντων Νόμου του 2002, διάρκειας τουλάχιστον ενός έτους ή ισοδύναμης διάρκειας μερικής παρακολούθησης, προϋπόθεση πρόσβασης στον οποίο αποτελεί, κατά κανόνα, μεταξύ άλλων, η ολοκλήρωση του κύκλου δευτεροβάθμιων σπουδών που απαιτείται για την πρόσβαση στην πανεπιστημιακή ή άλλη τριτοβάθμια εκπαίδευση καθώς και η επαγγελματική εκπαίδευση που τυχόν απαιτείται επιπλέον αυτού του κύκλου σπουδών μεταδευτε-ροβάθμιας εκπαίδευσης,
(ii) είτε έναν από τους κύκλους εκπαίδευσης του Παραρτήματος Γ:
Νοείται ότι οποιοσδήποτε τίτλος εκπαίδευσης, ή οποιοδήποτε σύνολο τέτοιων τίτλων, έχει χορηγηθεί από αρμόδια αρχή σε κράτος μέλος, εφόσον πιστοποιεί εκπαίδευση που έχει πραγματοποιηθεί εντός της Κοινότητας και αναγνωρίζεται από αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους ως ισότιμου επιπέδου και εφόσον παρέχει τα ίδια δικαιώματα πρόσβασης σε νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα ή άσκησής του.
(β) Από τον οποίο προκύπτει ότι ο κάτοχος του διαθέτει τα απαιτούμενα επαγγελματικά προσόντα για την πρόσβαση σε επάγγελμα που είναι νομοθετικά κατοχυρωμένο στο εν λόγω κράτος μέλος ή για την άσκηση του επαγγέλματος αυτού:
Νοείται ότι, η εκπαίδευση που πιστοποιείται από τον εν λόγω τίτλο έχει πραγματοποιηθεί κατά το μεγαλύτερο της μέρος στην Κοινότητα, ή εκτός Κοινότητας, σε εκπαιδευτικά ιδρύματα που παρέχουν εκπαίδευση σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις ενός κράτους μέλους ή ο κάτοχος του εν λόγω τίτλου έχει τριετή επαγγελματική πείρα που βεβαιούται από το κράτος μέλος το οποίο έχει αναγνωρίσει έναν αποκτηθέντα σε κράτος μη μέλος τίτλο εκπαίδευσης˙
«δοκιμασία επάρκειας» έχει την έννοια που προσδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 12·
«επαγγελματική πείρα» σημαίνει την πραγματική και νόμιμη άσκηση σε ένα κράτος μέλος ενός επαγγέλματος που αντιστοιχεί προς ένα επάγγελμα που είναι κατοχυρωμένο στη Δημοκρατία·
«Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων·
«κατοχυρωμένη εκπαίδευση» σημαίνει την εκπαίδευση η οποία:
(α) Προετοιμάζει για την άσκηση ενός συγκεκριμένου επαγγέλματος· και
(β) συνίσταται σε κύκλο σπουδών που ενδεχομένως συμπληρώνεται από επαγγελματική εκπαίδευση, πρακτική εξάσκηση ή άσκηση του επαγγέλματος, των οποίων η διάρθρωση και το επίπεδο ρυθμίζονται από νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις του κράτους μέλους ή υπόκεινται σε έλεγχο ή έγκριση εκ μέρους της αρμόδιας προς τούτο αρχής·
«κατοχυρωμένη επαγγελματική δραστηριότητα» σημαίνει:
(α) Την επαγγελματική δραστηριότητα για την πρόσβαση στην οποία ή για την άσκησή της ή έναν από τους τρόπους άσκησης της σε ένα κράτος μέλος απαιτείται, αμέσως ή εμμέσως, βάσει νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων, η κατοχή τίτλου εκπαίδευσης ή βεβαίωσης επάρκειας. Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας των προαναφερθέντων, τρόπους άσκησης μίας κατοχυρωμένης επαγγελματικής δραστηριότητας συνιστούν:
(i) Η άσκηση δραστηριότητας υπό επαγγελματικό τίτλο, εφόσον η χρήση αυτού του τίτλου επιτρέπεται μόνον στους κατόχους τίτλου εκπαίδευσης ή βεβαίωσης επάρκειας που καθορίζεται από τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις του κράτους μέλους,
(ii) η άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας που αφορά στον τομέα της υγείας, εφόσον για την επί αμοιβή άσκηση αυτής της δραστηριότητας, ή/και την επιστροφή των ιατρικών δαπανών απαιτείται, σύμφωνα με το εθνικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, η κατοχή τίτλου εκπαίδευσης ή βεβαίωσης επάρκειας, ή
(β) σε περίπτωση που δεν εφαρμόζεται το σημείο (i), εξομοιώνεται προς κατοχυρωμένη επαγγελματική δραστηριότητα, η επαγγελματική δραστηριότητα των μελών ένωσης ή οργάνωσης, στόχος της οποίας είναι, μεταξύ άλλων, η προαγωγή και η διατήρηση της στάθμης του οικείου επαγγέλματος σε υψηλά επίπεδα και, οι οποίες, για την επίτευξη αυτού του στόχου, τυγχάνουν αναγνώρισης υπό ειδική μορφή σε κράτος μέλος· και
(i) χορηγούν στα μέλη τους τίτλο εκπαίδευσης,
(ii) υποβάλλουν τα μέλη τους σε επαγγελματικούς κανόνες τους οποίους θεσπίζουν οι ίδιες, και
(iii) παρέχουν σ΄ αυτά το δικαίωμα να κάνουν χρήση τίτλου ή συντομογραφίας ή να επωφελούνται της ιδιότητας που αντιστοιχεί προς αυτόν τον τίτλο εκπαίδευσης˙
«κατοχυρωμένο επάγγελμα» σημαίνει τη κατοχυρωμένη επαγγελματική δραστηριότητα ή το σύνολο τέτοιων δραστηριοτήτων που αποτελούν το επάγγελμα αυτό σε ένα κράτος μέλος·
«Κοινότητα» σημαίνει την Ευρωπαϊκή Κοινότητα·
«Κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και περιλαμβάνει τα κράτη μέλη του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου και την Ελβετία·
«πρακτική άσκηση προσαρμογής» σημαίνει την άσκηση κατοχυρωμένου επαγγέλματος που πραγματοποιείται στη Δημοκρατία υπό την ευθύνη αναγνωρισμένου επαγγελματία·
«Πιστοποιητικό» σημαίνει οποιοδήποτε τίτλο εκπαίδευσης ή οποιοδήποτε σύνολο τέτοιων τίτλων:
(i) Που έχει χορηγηθεί από αρμόδια αρχή κράτους μέλους,
(ii) από το οποίο προκύπτει ότι o κάτοχός του, αφού παρακολούθησε κύκλο σπουδών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ολοκλήρωσε:
- είτε ένα κύκλο σπουδών ή επαγγελματικής εκπαίδευσης, εκτός εκείνων που οδηγούν στην παροχή «διπλώματος», σε εκπαιδευτικό ίδρυμα ή σε επιχείρηση ή εναλλάξ σε εκπαιδευτικό ίδρυμα και σε επιχείρηση, και τον οποίο, ενδεχομένως, συμπλήρωσε με την πρακτική άσκηση ή την άσκηση του επαγγέλματος, που απαιτείται επιπλέον αυτού του κύκλου,
- είτε την πρακτική άσκηση ή την περίοδο άσκησης του επαγγέλματος, που απαιτείται επιπλέον αυτού του κύκλου δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ή
(iii) από το οποίο προκύπτει ότι ο κάτοχός του, αφού παρακολούθησε κύκλο σπουδών δευτεροβάθμιας τεχνικής ή επαγγελματικής εκπαίδευσης, ολοκλήρωσε ενδεχομένως:
- είτε ένα κύκλο σπουδών ή επαγγελματικής εκπαίδευσης, όπως αναφέρεται στη δεύτερη περίπτωση,
- είτε την πρακτική άσκηση ή την περίοδο εξάσκησης του επαγγέλματος, που απαιτείται επιπλέον αυτού του κύκλου δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης τεχνικής ή επαγγελματικής κατεύθυνσης, και
(iv) από το οποίο προκύπτει ότι ο κάτοχός του διαθέτει τα απαιτούμενα επαγγελματικά προσόντα για την πρόσβαση σε επάγγελμα που είναι νομοθετικά κατοχυρωμένο στο εν λόγω κράτος μέλος ή την άσκηση του επαγγέλματος αυτού, εφόσον η εκπαίδευση που πιστοποιείται από τον εν λόγω τίτλο έχει πραγματοποιηθεί κατά το μεγαλύτερο μέρος της σε κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα, σε εκπαιδευτικά ιδρύματα που παρέχουν εκπαίδευση σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις ενός κράτους μέλους, ή εφόσον ο κάτοχός του έχει διετή επαγγελματική πείρα που βεβαιούται από το κράτος μέλος το οποίο έχει αναγνωρίσει έναν τίτλο εκπαίδευσης τρίτης χώρας:
Νοείται ότι, εξομοιώνεται με πιστοποιητικό κατά την έννοια των σημείων (i-iv), οποιοσδήποτε τίτλος εκπαίδευσης ή οποιοδήποτε σύνολο τέτοιων τίτλων, έχει χορηγηθεί από αρμόδια αρχή κράτους μέλους, εφόσον πιστοποιεί εκπαίδευση που έχει πραγματοποιηθεί σε κράτος μέλος και αναγνωρίζεται από αρμόδια αρχή κράτους μέλους ως ισότιμου επιπέδου και εφόσον παρέχει τα ίδια δικαιώματα για την πρόσβαση σε ένα νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα ή για την άσκηση του επαγγέλματος αυτού·
«τρίτη χώρα» σημαίνει χώρα που δεν είναι κράτος μέλος.