11.-(1) Πρόσωπο το οποίο αυτοπροσώπως ή δια υπαλλήλου του ή άλλου εκπροσώπου του -
(α) Προβαίνει στην εμπορία και/ή χρήση πετρελαιοειδών και καυσίμων, των οποίων οι προδιαγραφές δεν συνάδουν με τις προδιαγραφές που καθορίζονται με Διατάγματα που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 16:
(β) παρακωλύει ή παρεμποδίζει Εντεταλμένο Επιθεωρητή ή Επιθεωρητή Πλοίων, ο οποίος ενεργεί κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 7, στην άσκηση των καθηκόντων του,
(γ) παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε απαίτηση που επιβάλλεται σε αυτό από οποιοδήποτε Εντεταλμένο Επιθεωρητή ή Επιθεωρητή Πλοίων, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 7,
(δ) χωρίς εύλογη αιτία παραλείπει να παράσχει στον πιο πάνω Εντεταλμένο Επιθεωρητή ή Επιθεωρητή Πλοίων οποιαδήποτε άλλη βοήθεια ή πληροφορία που εύλογα ζητά ο Εντεταλμένος Επιθεωρητής ή Επιθεωρητής Πλοίων για το σκοπό ενάσκησης των εξουσιών του, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 7,
(ε) προβαίνει εσκεμμένα ή αμελώς σε αναληθή ή παραπλανητική δήλωση προς Εντεταλμένο Επιθεωρητή ή Επιθεωρητή Πλοίων,
(στ) παρεμποδίζει άλλο πρόσωπο να απαντήσει σε ερώτηση, η οποία υποβάλλεται σ’ αυτό από Εντεταλμένο Επιθεωρητή ή Επιθεωρητή Πλοίων, με βάση τις διατάξεις της παραγράφου (ι), του άρθρου 7,
(ζ) παραλείπει να συμμορφωθεί με ειδοποίηση απαγόρευσης ή ειδοποίηση παράτασης της σφράγισης, που αναφέρεται στο άρθρο 9,
(ζ1) παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με τις διατάξεις της παραγράφου (β) του εδαφίου (9) του άρθρου 9,
(ζ2) παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του σχετικά με την παρακολούθηση και υποβολή δεδομένων σχετικά με τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου κύκλου ζωής ανά μονάδα ενέργειας από τα παρεχόμενα καύσιμα και ενέργεια, ή/και το ποσοστό σταδιακής μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κύκλου ζωής ανά μονάδα ενέργειας από το παρεχόμενο καύσιμο ή ενέργεια σε σύγκριση με το βασικό πρότυπο καυσίμου·
(ζ3) παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του σχετικά με το ποσοστό ανάμιξης των συμβατικών καυσίμων των μεταφορών με βιοκαύσιμα και την υποβολή στην αρμόδια αρχή του δελτίου πωλήσεων των συμβατικών καυσίμων και βιοκαυσίμων∙
(ζ4) παρέχει ψευδείς ή παραπλανητικές δηλώσεις όσον αφορά την τήρηση των κριτηρίων αειφορίας∙
(ζ5) παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του ως τοπικός προμηθευτής καυσίμων πλοίων·
(η) παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με τις απαγορευτικές ή επιτακτικές διατάξεις οποιωνδήποτε Κανονισμών ή Διαταγμάτων, τα οποία εκδίδονται δυνάμει των άρθρων 15 ή 16, αντίστοιχα.
είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα 5 χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις 50.000,00 λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.
(2) Σε περίπτωση ποινικής δίωξης για αδίκημα βάσει του εδαφίου (1) αποτελεί υπεράσπιση:
(α) για τον ιδιοκτήτη μηχανοκίνητου οχήματος από ντεπόζιτο του οποίου λήφθηκε το εκτός προδιαγραφών πετρελαιοειδές ή καύσιμο, το ότι δεν γνώριζε την ποιότητά του εν λόγω πετρελαιοειδούς ή καυσίμου˙
(β) για τον πρατηριούχο, ο οποίος προμηθεύτηκε το εκτός προδιαγραφών πετρελαιοειδές ή καύσιμο από προμηθεύτρια εταιρεία, το ότι δεν γνώριζε ότι διέθετε στην αγορά εκτός προδιαγραφών πετρελαιοειδές ή καύσιμο.
(3)(α) Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου έχει προσαφθεί κατηγορία εναντίον προσώπου για αδίκημα δυνάμει των διατάξεων των παραγράφων (α) ή (ζ) του εδαφίου (1) δύναται σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας να εκδίδει διάταγμα δια του οποίου να απαγορεύει στον κατηγορούμενο την εμπορία οποιουδήποτεπετρελαιοειδούς ή καυσίμου, σε σχέση με το οποίο κατ΄ ισχυρισμό διαπράχθηκε το αδίκημα, μέχρι της τελικής εκδίκασης της υπόθεσης, αναφορικά με την οποία έχει προσαφθεί η κατηγορία.
(β) Το αναφερόμενο στην παράγραφο (α) διάταγμα εκδίδεται κατόπιν αίτησης του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
(γ) Οι προϋποθέσεις έκδοσης του αναφερόμενου στην παράγραφο (α) διατάγματος διέπονται τηρουμένων των αναλογιών, από το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου.
(δ) Η διαδικασία έκδοσης του αναφερόμενου στην παράγραφο (α) διατάγματος διέπεται, τηρουμένων των αναλογιών, από τους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς.
(ε) Το αναφερόμενο στην παράγραφο (α) διάταγμα δύναται να εκδοθεί και μετά από μονομερή (ex parte) αίτηση κατ΄ εφαρμογή τηρουμένων των αναλογιών, του άρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Στην περίπτωση αυτή για σκοπούς καταχώρησης ένστασης ή για να καταδειχθεί εκ μέρους του αντιδίκου ο λόγος ώστε να παύσει το εκδοθέν διάταγμα να παραμένει σε ισχύ, η σχετική προθεσμία που δύναται να τεθεί από το οικείο Δικαστήριο καθορίζεται σε διάστημα που δε θα υπερβαίνει τις δεκατέσσερις ημέρες.
(4) Δικαστήριο το οποίο εκδικάζει αδίκημα δύναται να εκδίδει, πέραν των διαταγμάτων που αναφέρονται στο εδάφιο (3), οποιοδήποτε άλλο ενδιάμεσο ή τελικό διάταγμα που είναι απαγορευτικό, αποτρεπτικό, προστακτικό ή ανασταλτικό, με σκοπό τον τερματισμό, την αναστολή ή τη μη επανάληψη της ενέργειας ή της παράλειψης, που συνιστά το αδίκημα.
(5) Σε περίπτωση που πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδόθηκε διάταγμα δυνάμει του εδαφίου (3) ή (4) παραλείπει ή αρνείται να συμμορφωθεί με αυτό είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις είκοσι τρεις χιλιάδες ευρώ (€23.000,00) ή και στις δύο αυτές ποινές.