53.-(1) Σε οποιαδήποτε διαδικασία για αδίκημα το οποίο διαπράττεται κατά παράβαση του παρόντος Νόμου αποτελεί υπεράσπιση, αν ο κατηγορούμενος αποδείξει ότι:
(α) δε γνώριζε και δεν ήταν εύλογα δυνατό να γνωρίζει ότι το αδίκημα θα διαπραττόταν ή ότι διαπράχθηκε.
(β) έλαβε όλα τα μέτρα που εύλογα μπορούσε να λάβει, για να αποτρέψει τη διάπραξη του αδικήματος. και
(γ) η συμπεριφορά του υπήρξε εύλογη υπό τις περιστάσεις. ή
(δ) η πράξη ή η παράλειψη που συνιστά το αδίκημα οφειλόταν σε γεγονός που ήταν εκτός του ελέγχου του, περιλαμβανομένης φυσικής καταστροφής, τεχνικής βλάβης ή δόλιας ενέργειας τρίτου, και ότι η πράξη ή παράλειψη δεν μπορούσε εύλογα να προβλεφθεί ή δεν ήταν δυνατό να ληφθούν προληπτικά μέτρα για την αποτροπή της.
(2) Όταν νομικό πρόσωπο καταδικαστεί για αδίκημα με βάση τον παρόντα Νόμο, κάθε διευθυντής, σύμβουλος ή πρόσωπο που μετέχει στη διεύθυνση του νομικού προσώπου είναι ωσαύτως ένοχο για το ίδιο αδίκημα, αν αποδειχθεί ότι:
(α) η πράξη ή η παράλειψη η οποία αποτελεί το αδίκημα έλαβε χώρα με την εξουσιοδότηση, άδεια, παρότρυνση ή ανοχή του, ή
(β) γνώριζε ή εύλογα αναμενόταν να γνωρίζει ότι το αδίκημα διαπραττόταν ή θα διαπραττόταν και δεν έλαβε τα κατάλληλα μέτρα, ώστε να προληφθεί ή να τερματιστεί η διάπραξή του.