2. Στο Νόμο αυτό, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια -
"Αρχή" έχει την έννοια που αποδίδουν στον όρο αυτό οι περί Αρχής Λιμένων Κύπρου Νόμοι του 1973 έως 1997.
"βασικός μισθός" σημαίνει το μισθό που ο υπάλληλος δικαιούται να παίρνει με βάση την καθορισμένη μισθοδοτική κλίμακα της θέσης που κατέχει και περιλαμβάνει τις αυξήσεις των μισθών που παραχωρήθηκαν δυνάμει -
(ι) των περί Αρχής Λιμένων Κύπρου (Αύξησις των Μισθών και Αναδιάρθρωσις του Μισθολογίου και των Θέσεων)Κανονισμών του 1982.
(ιι) των περί Αρχής Λιμένων Κύπρου (Αύξηση των Μισθών των Υπαλλήλων) Κανονισμών του 1987.
(ιιι) των περί Αρχής Λιμένων Κύπρου (Αύξηση των Μισθών των Υπαλλήλων) Κανονισμών του 1991.
(ιν) του Τροποποιητικού (Αρ. 2) του περί Προϋπολογισμού της Αρχής Λιμένων Κύπρου Νόμου του 1993, Νόμου του 1994.
(ν) του περί Αρχής Λιμένων Κύπρου (Αύξηση των Μισθών των Υπαλλήλων) Νόμου του 1997. και
(νi) του περί Αρχής Λιμένων Κύπρου (Αύξηση των Μισθών των Υπαλλήλων) Νόμου του 2000.
"υπάλληλος" σημαίνει κάθε πρόσωπο που υπηρετεί στην Αρχή έναντι θέσης.