5.(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου το Συμβούλιο ρυθμίζει τα των συνεδριάσεων αυτού, τον τρόπο και το χρόνο της συγκλήσεως αυτών και την κατ΄αυτές ακολουθούμενη διαδικασία, και για τον σκοπό αυτό δύναται να εκδώσει εσωτερικό Κανονισμό που να αφορά την όλη λειτουργία του Συμβουλίου.
(2) Ο πρόεδρος συγκαλεί τις συνεδριάσεις του Συμβουλίου και προεδρεύει αυτών:
Νοείται ότι εάν ζητηθεί από τρία μέλη η σύγκληση συνεδριάσεως προς συζήτηση ορισμένου θέματος, ο πρόεδρος συγκαλεί τη συνεδρίαση προς το σκοπό αυτό.
(3) Το μισό πλέον ενός του αριθμού των μελών του Συμβουλίου, συμπεριλαμβανομένου και του προέδρου, συνιστούν απαρτία.
(4) Οι αποφάσεις κατά τις συνεδριάσεις του Συμβουλίου λαμβάνονται κατά πλειοψηφία των παρόντων και ψηφιζόντων μελών, σε περίπτωση δε ισοψηφίας ο προεδρεύων της συνεδριάσεως έχει δεύτερη ή νικώσα ψήφο.
(5) Κάθε συνεδρίας του Συμβουλίου τηρούνται πρακτικά στα οποία καταχωρούνται σε περίληψη τα της συνεδριάσεως. Τα πρακτικά επικυρώνονται κατά την αμέσως επόμενη συνεδρία και υπογράφονται από τον προεδρεύοντα της συνεδριάσεως κατά το χρόνο της υπογραφής.
(6) Το Συμβούλιο δεν κωλύεται να ενεργεί από το γεγονός ότι θέση μέλους του Συμβουλίου παραμένει κενή ή εάν υφίσταται οποιοδήποτε ελάττωμα από το διορισμό μέλους του Συμβουλίου, οι δε διενεργηθείσες διαδικασίες είναι έγκυρες έστω και αν ακόμη υφίστανται κενές θέσεις, νοουμένου ότι δύναται να επιτευχθεί η νόμιμη απαρτία.
(7) Κάθε μέλος του Συμβουλίου, το οποίο έχει οποιοδήποτε άμεσο ή έμμεσο συμφέρον σε σύμβαση συναφθείσα ή συναφθησόμενη από το Κεντρικό Σφαγείο, οφείλει να γνωστοποιήσει τη φύση του συμφέροντος σε συνεδρίαση του Συμβουλίου, το γεγονός αναγράφεται στα πρακτικά που τηρούνται από το Συμβούλιο και το μέλος αυτό δεν δικαιούται να μετάσχει στις συζητήσεις ή στις αποφάσεις του Συμβουλίου που σχετίζονται με την τοιαύτη σύμβαση.
Για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου γενική δήλωση, που γίνεται σε συνεδρίαση του Συμβουλίου από μέλος του, που δείχνει ότι το μέλος αυτό μετέχει σε καθορισμένη εταιρεία ή οίκο και ως εκ τούτου πρέπει να λογισθεί ότι έχει συμφέρον στη σύμβαση που ενδέχεται να συναφθεί με την εταιρεία ή τον οίκο αυτό μετά την ημερομηνία κατά την οποία έγινε η δήλωση, αυτή θεωρείται ως επαρκής γνωστοποίηση του συμφέροντος του μέλους αυτού συναφώς προς τη σύμβαση που θα συναφθεί.
(8) Μέλος του Συμβουλίου, που έχει συμφέρον όπως πιο πάνω, δεν επιβάλλεται να παραστεί προσωπικά σε συνεδρία του Συμβουλίου για να γνωστοποιήσει το εν λόγω συμφέρον όπως υποχρεώνεται δυνάμει του προηγούμενου εδαφίου, εφ΄όσον έχει λάβει κάθε εύλογο μέτρο για να διασφαλισθεί ότι η δήλωσή του έχει τεθεί ενώπιον του Συμβουλίου και έχει ληφθεί υπόψη στη συνεδρίαση του Συμβουλίου.