34.-(1)(α) Διαπράττει ποινικό αδίκημα έκαστος εκ του πλοιάρχου και του έχοντος την εκμετάλλευση πλοίου ή αλιευτικού σκάφους, ο οποίος ενεργεί κατά παράβαση ή παραλείπει να συμμορφωθεί με υποχρέωση την οποία του επιβάλλει το Μέρος ΙΙ ή ΙΙΙ, για την οποία το Μέρος ΙΙ ή ΙΙΙ δεν συστήνει άλλο ποινικό αδίκημα, και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τέσσερεις χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.
(β) Σε περίπτωση ποινικής δίωξης για αδίκημα βάσει της παραγράφου (α), αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι-
(i) είχε λάβει όλα τα εύλογα μέτρα για να διασφαλίσει τη συμμόρφωσή του με την υποχρέωση που αφορά στην ισχυριζόμενη διάπραξη του ποινικού αδικήματος, ή
(ii) ενήργησε εντός των ορίων επιτρεπόμενης δια ή δυνάμει του παρόντος Νόμου παρέκκλισης από την υποχρέωση που αφορά στην ισχυριζόμενη διάπραξη του ποινικού αδικήματος.
(2) Διαπράττει ποινικό αδίκημα πρόσωπο που εσκεμμένα παρεμποδίζει ή παρακωλύει το Διευθυντή, οποιοδήποτε επιθεωρητή ή άλλο λειτουργό, κατά την άσκηση των εξουσιών ή εκτέλεση των καθηκόντων του, βάσει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων κανονισμών, ή με οποιοδήποτε φιλοδώρημα, δωροδοκία, υπόσχεση ή άλλο κίνητρο εμποδίζει ή αποπειράται να εμποδίσει οποιοδήποτε τέτοιο πρόσωπο από τη δέουσα άσκηση των εξουσιών ή την εκτέλεση των καθηκόντων του, βάσει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων κανονισμών, και υπόκειται -
(α) Σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές·
(β) σε περίπτωση μεταγενέστερου αδικήματος, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τέσσερεις χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.
(3) Σε περίπτωση που διαπράττεται ποινικό αδίκημα, βάσει του παρόντος Νόμου ή των εκδιδόμενων δυνάμει αυτού κανονισμών, από νομικό πρόσωπο ή από πρόσωπο που ενεργεί εκ μέρους νομικού προσώπου, και αποδεικνύεται είτε ότι έχει διαπραχθεί με τη συγκατάθεση ή συνενοχή ή έγκριση είτε ότι έχει διευκολυνθεί από την επιδεχθείσα αμέλεια φυσικού προσώπου που, κατά το χρόνο διάπραξης του ποινικού αδικήματος, κατέχει θέση συμβούλου, διευθυντή, γραμματέα ή άλλη παρόμοια θέση στο νομικό πρόσωπο ή εμφανίζεται ότι ενεργεί με τέτοια ιδιότητα, το εν λόγω φυσικό πρόσωπο είναι ένοχο του ίδιου ποινικού αδικήματος και υπόκειται στην ποινή που προβλέπεται για το αδίκημα αυτό.