8.-(1) Η διευθέτηση που διέπει ένα σύστημα σημαίνει τη διευθέτηση-
(α) μεταξύ τριών ή περισσότερων συμμετεχόντων, στους οποίους δεν περιλαμβάνεται ο διαχειριστής του συστήματος αυτού, τυχόν διακανονιστής, τυχόν κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, τυχόν γραφείο συμψηφισμού ή τυχόν έμμεσα συμμετέχων, με κοινούς κανόνες και τυποποιημένες ρυθμίσεις για το συμψηφισμό, είτε μέσω κεντρικού αντισυμβαλλόμενου είτε όχι, ή για την εκτέλεση εντολών μεταβίβασης μεταξύ των συμμετεχόντων σε αυτή·
(β) η οποία διέπεται από το δίκαιο του κράτους-μέλους που επιλέγουν οι συμμετέχοντες:
(γ) η οποία προβλέπει ρητά ποιος είναι ο διαχειριστής του εν λόγω συστήματος.
(2) Τηρουμένων των προϋποθέσεων που τίθενται στο εδάφιο (1), η αρμόδια αρχή δύναται να χαρακτηρίζει ως σύστημα τη διευθέτηση, το αντικείμενο της οποίας συνίσταται-
(α) στην εκτέλεση εντολών μεταβίβασης όπως ορίζονται στην υποπαράγραφο (β) του ορισμού του ορισμού «εντολή μεταβίβασης» στο άρθρο 2, και
(β) σε περιορισμένη κλίμακα, στην εκτέλεση εντολών με αντικείμενο άλλα χρηματοοικονομικά μέσα,
εάν η αρμόδια αρχή κρίνει ότι υφίσταται συστημικός κίνδυνος.
(3) Παρά τις διατάξεις των εδαφίων (1) και (2), εφόσον κρίνει ότι υφίσταται συστημικός κίνδυνος, η αρμόδια αρχή δύναται να χαρακτηρίζει, κατά περίπτωση, ως σύστημα τη διευθέτηση δύο συμμετεχόντων, στους οποίους δεν συναριθμούνται ο τυχόν διακανονιστής, ο τυχόν κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, το τυχόν γραφείο συμψηφισμού ή ο τυχόν έμμεσα συμμετέχων.
(4) Παρά τις διατάξεις των εδαφίων (1) έως (3), η διευθέτηση μεταξύ διαλειτουργικών συστημάτων δε συνιστά σύστημα.