7.(1) Όπου:
(α) Εργοδότης απασχολεί εργοδοτούμενο με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, είτε κατόπιν ανανέωσης της σύμβασης είτε άλλως·
(β) ο εργοδοτούμενος αυτός είχε προηγουμένως απασχοληθεί για συνολική περίοδο τριάντα μηνών ή περισσότερο με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου ανεξαρτήτως σειράς διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου,
η σύμβαση θα θεωρείται για όλους τους σκοπούς ως σύμβαση αορίστου διάρκειας, και οποιαδήποτε πρόνοια στη σύμβαση αυτή η οποία περιορίζει τη διάρκεια της δεν θα ισχύει, εκτός εάν ο εργοδότης αποδείξει ότι η εργοδότηση του εργοδοτουμένου με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου μπορεί να δικαιολογηθεί από αντικειμενικούς λόγους.
(2) Αντικειμενικοί λόγοι υφίστανται ιδιαίτερα όταν:
(α) Οι ανάγκες της επιχείρησης ως προς την εκτέλεση μιας εργασίας είναι προσωρινές.
(β) Ο εργοδοτούμενος αναπληρώνει κάποιον άλλο εργοδοτούμενο.
(γ) Η ιδιαιτερότητα της υπό εκτέλεση εργασίας δικαιολογεί την ορισμένη χρονική διάρκεια της σύμβασης.
(δ) Ο εργοδοτούμενος με εργασία ορισμένου χρόνου εργοδοτείται υπό δοκιμασία.
(ε) Η εργοδότηση με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου γίνεται κατ΄ εφαρμογή δικαστικής απόφασης.
(στ) Η εργοδότηση με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου αφορά τις συμβάσεις για την απασχόληση στο Στρατό της Δημοκρατίας των Εθελοντών Πενταετούς Υποχρέωσης (ΕΠΥ) και Εθελοντών Υπαξιωματικών.
(3) Κατά την εφαρμογή του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, αναφορικά με εργοδοτούμενους με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου ή με σειρά συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, κατά την ημερομηνία κατά την οποία ο Νόμος αυτός τίθεται σε ισχύ, οποιαδήποτε περίοδος απασχόλησης που έλαβε χώρα πριν από την ημερομηνία αυτή δεν θα λαμβάνεται υπόψη για τους σκοπούς της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου.