31.-(1)(α) Ο έχων την εκμετάλλευση πλοίου, ο αντιπρόσωπός του στη Δημοκρατία και ο πλοίαρχος τέτοιου πλοίου έχουν έκαστος το δικαίωμα να προσβάλουν, εντός της αναφερόμενης στην παράγραφο (γ) προθεσμίας, με γραπτή και αιτιολογημένη προσφυγή στον Υπουργό, οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:
(i) οδηγία της Αρμόδιας Αρχής που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 28, η οποία οδηγία αφορά το εν λόγω πλοίο,
(ii) απόφαση της Αρμόδιας Αρχής περί επιβολής διοικητικού προστίμου, δυνάμει του παρόντος Νόμου ή κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού, η οποία απόφαση αφορά το εν λόγω πλοίο,
(iii) απορριπτική απόφαση της Αρμόδιας Αρχής επί υποβληθέντων ενστάσεων κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 28(5), η οποία απόφαση αφορά το εν λόγω πλοίο.
(β) Εταιρεία έχει δικαίωμα να προσβάλει, εντός της αναφερόμενης στην παράγραφο (γ) προθεσμίας, με γραπτή και αιτιολογημένη προσφυγή στον Υπουργό, οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:
(i) απόφαση της Αρμόδιας Αρχής δυνάμει του άρθρου 16(4) ή (7)(β), σε περίπτωση που η απόφαση απορρίπτει ή δεν αποδέχεται πλήρως αίτηση που υποβλήθηκε στην Αρμόδια Αρχή δυνάμει του άρθρου 16(1) ή (7)(β), αντίστοιχα,
(ii) απόφαση της Αρμόδιας Αρχής δυνάμει του άρθρου 16(7)(α) ή (8)(α).
(γ) Τα δικαιώματα προσφυγής που χορηγούνται δυνάμει των παραγράφων (α) και (β) ασκούνται εντός ανατρεπτικής προθεσμίας 30 ημερών από την διαβίβαση, κατά τα διαλαμβανόμενα στον παρόντα Νόμο, της οδηγίας ή απόφασης, στην οποία εδράζεται η προσφυγή.
(2) Η κατά το εδάφιο (1) υποβολή προσφυγής δεν αναστέλλει την εκτέλεση προσβληθείσας οδηγίας ή απόφασης.
(3) Σε περίπτωση υποβολής προσφυγής δυνάμει του εδαφίου (1), ο Υπουργός την εξετάζει, δυνάμενος κατά την κρίση του να ακούσει τον προσφεύγοντα ή να δώσει σε αυτόν την ευκαιρία να υποστηρίξει γραπτώς τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η προσφυγή.
(4) Ο Υπουργός έχει εξουσία να αναθέτει σε ένα ή περισσότερους λειτουργούς του Υπουργείου του την εξέταση θεμάτων που αφορούν την προαναφερόμενη προσφυγή και να απαιτεί από αυτούς να του υποβάλλουν το πόρισμα τέτοιας εξέτασης πριν από την έκδοση της απόφασής του επί της προσφυγής.
(5) Ο Υπουργός, εντός προθεσμίας 10 ημερών από την υποβολή της προσφυγής, εκδίδει και διαβιβάζει γραπτώς στον προσφεύγοντα την απόφασή του επί της προσφυγής, δια της οποίας απόφασης -
(α) αποδέχεται εν όλω ή αποδέχεται εν μέρει ή απορρίπτει την προσφυγή, και
(β) κατά περίπτωση, ακυρώνει ή τροποποιεί ή επικυρώνει ή αντικαθιστά την προσβαλλόμενη οδηγία ή απόφαση.
Η απόφαση του Υπουργού επί της προσφυγής καθίσταται εκτελεστή με τη διαβίβασή της στον προσφεύγοντα.
(6) Σε περίπτωση που ο Υπουργός υιοθετεί εν μέρει ή απορρίπτει προσφυγή που του υποβάλλεται δυνάμει του εδαφίου (1), στην απόφασή του επί της προσφυγής ο Υπουργός εκθέτει επαρκώς, δεόντως και σαφώς τους λόγους στους οποίους αυτή βασίζεται, και πληροφορεί τον προσφεύγοντα περί του δικαιώματός του να προσβάλει την απόφασή του με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο και περί της προθεσμίας εντός της οποίας δύναται να ασκηθεί το εν λόγω δικαίωμα, κατά τα διαλαμβανόμενα στο ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος.
(7) Διαπράττει ποινικό αδίκημα πρόσωπο το οποίο -
(α) υποβάλλει προσφυγή, δυνάμει του εδαφίου (1), η οποία περιέχει ψευδή, ανακριβή ή παραπλανητικά στοιχεία, ή
(β) υποβάλλει πληροφορία, βάσει του εδαφίου (3), η οποία είναι ψευδής, ανακριβής ή παραπλανητική,
και υπόκειται -
(αα) σε περίπτωση πρώτου αδικήματος, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους 6 μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις 2 χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές, ή
(ββ) σε περίπτωση μεταγενέστερου αδικήματος, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις 4 χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.
(8) Διαπράττει ποινικό αδίκημα πρόσωπο το οποίο παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με εκτελεστή απόφαση του Υπουργού δυνάμει του εδαφίου (5) και το πρόσωπο αυτό υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις 5 χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.
(9) Σε περίπτωση ποινικής δίωξης για αδίκημα βάσει του εδαφίου (7) αναφορικά με την παροχή ψευδούς, ανακριβούς ή παραπλανητικής πληροφορίας ή στοιχείων, αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι παρείχε την πληροφορία ή τα στοιχεία με καλή πίστη και χωρίς να γνωρίζει ότι η παρεχόμενη πληροφορία ή στοιχεία ήταν ψευδή, ανακριβή ή παραπλανητικά.
(10) Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται αναφορικά με αποφάσεις της Επιτροπής Καταφυγίων-Ασφάλειας που λαμβάνονται δυνάμει των άρθρων 19 και 22Α.