11.-(1) Οποιοδήποτε πρόσωπο παραβαίνει οποιεσδήποτε διατάξεις του παρόντος Νόμου ή των άρθρων 5, 6, 7, 8, 9, 10 12, 14, 15 του Κανονισμού (ΕΟΚ) 3820/85 ή των άρθρων 3(1), 13, 14(1) και (2), 15(1) έως (5), 15(7), 15(8), 16(1) και (2) και 16(3) εκτός της τελευταίας υποπαραγράφου αυτού, του Κανονισμού (ΕΟΚ) 3821/85, ή επιτρέπει σε πρόσωπο που εργοδοτεί ή υπόκειται στις διαταγές του να προβαίνει σε τέτοια παράβαση, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.
(2) Όταν νομικό πρόσωπο διαπράττει αδίκημα βάσει του παρόντος Νόμου, κάθε πρόσωπο που το αντιπροσωπεύει για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου και κάθε διευθυντής ή μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του ή διευθύνων σύμβουλος ή γραμματέας ή άλλος αξιωματούχος του νομικού αυτού προσώπου ή οποιοδήποτε πρόσωπο που κατέχει οποιαδήποτε από τις προαναφερθείσες στο παρόν εδάφιο ιδιότητες, που εξουσιοδοτεί ή παρακινεί ή επιτρέπει την τέλεση της πράξης ή την παράλειψη η οποία συνιστά το αδίκημα, είναι, ταυτόχρονα με το νομικό πρόσωπο, ένοχο του αδικήματος αυτού και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται στις ποινές που προβλέπει ο Νόμος αυτός για το εν λόγω αδίκημα.