28.(1) Εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στον παρόντα Νόμο, οποιοδήποτε πρόσωπο στο οποίο επιβάλλονται υποχρεώσεις με βάση τον παρόντα Νόμο παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιεσδήποτε διατάξεις του παρόντος Νόμου ή Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες λίρες ή σε φυλάκιση που δεν θα υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή και στις δύο αυτές ποινές.
(2) Κάθε πρόσωπο το οποίο παραβαίνει:
(α) Διάταγμα που εκδόθηκε από Δικαστήριο· ή
(β) όρο άδειας ή πιστοποιητικού που εκδόθηκε βάσει του παρόντος Νόμου· ή
(γ) όρο που εκδόθηκε από τον Υπουργό, ή έγκριση που παραχωρήθηκε δυνάμει του παρόντος Νόμου· ή
(δ) οποιαδήποτε υποχρέωση ή απαγόρευση που επιβάλλεται από Ειδοποίηση Βελτίωσης ή Ειδοποίηση Απαγόρευσης, συμπεριλαμβανομένης οποιασδήποτε Ειδοποίησης που τροποποιήθηκε κατόπιν προσφυγής· ή
(ε) οποιαδήποτε απαίτηση του Επιθεωρητή που μπορεί να έχει με βάση τις εξουσίες που του παρέχονται σύμφωνα με το άρθρο 19,
είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες λίρες ή σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή και στις δύο αυτές ποινές.
(3) Οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο:
(α) Σκόπιμα καθυστερεί ή παρεμποδίζει Επιθεωρητή στην άσκηση των εξουσιών του ή στην εκτέλεση των καθηκόντων του βάσει του παρόντος Νόμου· ή
(β) παρεμποδίζει ή προσπαθεί να παρεμποδίσει οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο να παρουσιαστεί στον Επιθεωρητή ή να απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση για την οποία ο Επιθεωρητής μπορεί να απαιτεί απάντηση· ή
(γ) εν γνώσει του ή εσκεμμένα προβαίνει σε ψευδή δήλωση με σκοπό να παραστήσει ότι συμμορφώνεται με υποχρέωση παροχής οποιωνδήποτε πληροφοριών που απαιτούνται δυνάμει του παρόντος Νόμου ή οποιουδήποτε Διατάγματος ή Κανονισμών εκδίδονται δυνάμει αυτού· ή
(δ) εσκεμμένα υπογράφει ή προβαίνει σε ψευδή καταχώριση σε οποιοδήποτε Αρχείο, βιβλίο ειδοποιήσεων ή άλλο έγγραφο που απαιτείται να τηρείται ή να παραχωρείται με βάση τον παρόντα Νόμο ή χρησιμοποιεί οποιαδήποτε τέτοια καταχώριση που γνωρίζει ότι είναι αναληθής, με σκοπό να παραπλανήσει· ή
(ε) πλαστογραφεί οποιοδήποτε πιστοποιητικό που απαιτείται δυνάμει ή για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ή οποιουδήποτε Διατάγματος ή Κανονισμού που εκδίδεται δυνάμει αυτού· ή
(στ) δίδει ή υπογράφει τέτοιο πιστοποιητικό εν γνώσει του ότι είναι αναληθές σε σχέση με οποιοδήποτε ουσιώδες στοιχείο· ή
(ζ) παρουσιάζει ή χρησιμοποιεί πιστοποιητικό το οποίο εν γνώσει του έχει πλαστογραφηθεί ή είναι ψευδές σε σχέση με οποιοδήποτε ουσιώδες στοιχείο· ή
(η) παρουσιάζει ή χρησιμοποιεί ως αφορώντα οποιοδήποτε πρόσωπο, πιστοποιητικά τα οποία εν γνώσει του δεν αφορούν το εν λόγω πρόσωπο· ή
(θ) παριστάνει πρόσωπο που κατονομάζεται σε τέτοιο πιστοποιητικό· ή
(ι) προσποιείται ψευδώς ότι είναι Επιθεωρητής· ή
(ια) εσκεμμένα συγκατατίθεται στην πιο πάνω πλαστογράφηση, υπογραφή, χρήση, πλαστοπροσωπία ή προσποίηση· ή
(ιβ) αποκαλύπτει οποιαδήποτε πληροφορία κατά παράβαση των άρθρων 12 ή 26· ή
(ιγ) παραλείπει να υποβάλει κοινοποίηση σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7, 8 και 9,
είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε πρόστιμο που δεν θα υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες λίρες ή σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τον ένα χρόνο ή και στις δύο αυτές ποινές.
(4) (α) Το Δικαστήριο μπορεί, κατά την επιβολή ποινής που θεωρεί αρμόζουσα σε οποιοδήποτε πρόσωπο, επιπρόσθετα με την επιβολή ποινής, να εκδώσει Διάταγμα με το οποίο να διατάσσεται το πρόσωπο να συμμορφωθεί με τον παρόντα Νόμο μέσα σε τέτοια χρονική περίοδο, όπως μπορεί να καθορίζεται στο Διάταγμα·
(β) Σε περίπτωση που η παράβαση συνεχίζεται μετά τη λήξη της χρονικής περιόδου που αρχικά καθορίσθηκε στο Διάταγμα ή παρατάθηκε με τροποποιητικό Διάταγμα, τότε το πρόσωπο αυτό θα υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν θα υπερβαίνει τις πεντακόσιες λίρες ή σε φυλάκιση που δεν θα υπερβαίνει τον ένα μήνα ή και στις δύο ποινές, για κάθε μέρα για την οποία η παράβαση αυτή συνεχίζεται.
(5) (α) Το παρόν άρθρο θα εφαρμόζεται σε πρόσωπα που υπηρετούν στη Δημόσια Υπηρεσία όπως εφαρμόζεται στα άλλα πρόσωπα.
(β) Όταν αδίκημα που διαπράττεται με βάση τον παρόντα Νόμο, από πρόσωπα που υπηρετούν στη Δημόσια Υπηρεσία αποδειχθεί ότι έχει διαπραχθεί με τη συγκατάθεση ή τη συνεργασία ή ότι η διάπραξη του έχει διευκολυνθεί από αμέλεια εκ μέρους οποιουδήποτε Προϊσταμένου Τμήματος ή άλλου προσώπου που υπηρετεί στη Δημόσια Υπηρεσία, τόσο ο Προϊστάμενος Τμήματος όσο και το άλλο αυτό πρόσωπο που υπηρετεί στη Δημόσια Υπηρεσία θα θεωρούνται ένοχοι αδικήματος και θα υπόκεινται σε δίωξη και ποινή.
(6) Όταν αδίκημα που διαπράττεται με βάση τον παρόντα Νόμο από εταιρεία, συνεργατικό ίδρυμα ή άλλη ένωση προσώπων, αποδειχθεί ότι έχει διαπραχθεί με τη συγκατάθεση ή τη συνεργασία, ή ότι η διάπραξή του έχει διευκολυνθεί από αμέλεια εκ μέρους οποιουδήποτε διευθύνοντος συμβούλου, προέδρου, διευθυντή, γραμματέως ή άλλου λειτουργού της εταιρείας, συνεργατικού ιδρύματος ή άλλης ένωσης προσώπων, τόσον αυτός όσον και η εταιρεία, το συνεργατικό ίδρυμα ή άλλη ένωση προσώπων θα θεωρούνται ένοχοι αδικήματος και θα υπόκεινται σε δίωξη και ποινή ανάλογα.