2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
«αναγνωρισμένο πιστοποιητικό» πιστοποιητικό που ανταποκρίνεται στις οριζόμενες στο Παράρτημα Ι απαιτήσεις και εκδίδεται από παροχέα υπηρεσιών πιστοποίησης ο οποίος πληροί τις οριζόμενες στο Παράρτημα ΙΙ απαιτήσεις.
«Απόφαση 2000/709/ΕΚ» σημαίνει την Απόφαση 2000/709/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Νοεμβρίου 2000, για τα ελάχιστα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα κράτη μέλη όταν ορίζουν φορείς σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 4 της οδηγίας 1999/93/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με το κοινοτικό πλαίσιο για ηλεκτρονικές υπογραφές (ΕΕ. L 289 της 16/11/2000 σ.42).
«Αρμόδια Αρχή» σημαίνει το Διευθυντή του Τμήματος Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων·
«ασφαλής διάταξη δημιουργίας υπογραφής» σημαίνει τη διάταξη δημιουργίας υπογραφής που πληροί τις απαιτήσεις του Παραρτήματος ΙΙΙ.
«δεδομένα δημιουργίας υπογραφής» σημαίνει μονοσήμαντα δεδομένα όπως κώδικες ή ιδιωτικά κλειδιά κρυπτογραφίας, που χρησιμοποιούνται από τον υπογράφοντα για τη δημιουργία ηλεκτρονικής υπογραφής.
«δεδομένα επαλήθευσης υπογραφής» σημαίνει δεδομένα όπως κώδικες ή δημόσια κλειδιά κρυπτογραφίας, τα οποία χρησιμοποιούνται για την επαλήθευση της ηλεκτρονικής υπογραφής.
«διάταξη επαλήθευσης υπογραφής» σημαίνει το διατεταγμένο υλικό ή λογισμικό που χρησιμοποιείται για την εφαρμογή των δεδομένων επαλήθευσης.
«διάταξη δημιουργίας υπογραφής» σημαίνει το διατεταγμένο υλικό ή λογισμικό που χρησιμοποιείται για την εφαρμογή των δεδομένων δημιουργίας της υπογραφής.
«εθελοντική διαπίστευση» σημαίνει κάθε άδεια διαπίστευσης των ηλεκτρονικών δεδομένων, στην οποία ορίζονται τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που διέπουν την παροχή υπηρεσιών πιστοποίησης και η οποία χορηγείται κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερόμενου παροχέα υπηρεσιών και η οποία χορηγείται ύστερα από αίτηση του ενδιαφερόμενου παροχέα υπηρεσιών στην Αρμόδια Αρχή, σύμφωνα με το άρθρο 8.
«Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
«ηλεκτρονική υπογραφή» σημαίνει τα δεδομένα σε ηλεκτρονική μορφή τα οποία είναι συνημμένα σε, ή λογικά συσχετιζόμενα με, άλλα ηλεκτρονικά δεδομένα και τα οποία χρησιμεύουν ως μέθοδος απόδειξης της γνησιότητας.
«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
«προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή» σημαίνει την ηλεκτρονική υπογραφή που ανταποκρίνεται στις εξής απαιτήσεις:
(α)Συνδέεται μονοσήμαντα με τον υπογράφοντα·
(β)είναι ικανή να καθορίσει ειδικά και αποκλειστικά την ταυτότητα του υπογράφοντα·
(γ)δημιουργείται με μέσα τα οποία ο υπογράφων μπορεί να διατηρήσει υπό τον αποκλειστικό του έλεγχο, και
(δ)συνδέεται με τα δεδομένα στα οποία αναφέρεται κατά τρόπο ώστε να δύναται να εντοπιστεί οποιαδήποτε επακόλουθη αλλοίωση των εν λόγω δεδομένων.
«πιστοποιητικό» σημαίνει την ηλεκτρονική βεβαίωση, η οποία συνδέει δεδομένα επαλήθευσης υπογραφής με ένα άτομο που επιβεβαιώνει την ταυτότητά του.
«παροχέας υπηρεσιών πιστοποίησης» σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή τον φορέα που εκδίδει πιστοποιητικά ή παρέχει άλλες υπηρεσίες, συναφείς με τις ηλεκτρονικές υπογραφές.
«προϊόν ηλεκτρονικής υπογραφής» σημαίνει το υλικό ή λογισμικό ή συναφή συστατικά στοιχεία τους, που προορίζονται για χρήση από τον παροχέα υπηρεσιών πιστοποίησης για την προσφορά υπηρεσιών ηλεκτρονικής υπογραφής ή προορίζονται να χρησιμοποιηθούν για τη δημιουργία ή επαλήθευση ηλεκτρονικών υπογραφών.
«τρίτη χώρα» σημαίνει κάθε χώρα που δεν είναι κράτος μέλος.
«υπογράφων» σημαίνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατέχει διάταξη δημιουργίας υπογραφής και ενεργεί είτε στο δικό του όνομα, είτε εξ ονόματος άλλου φυσικού ή νομικού προσώπου ή φορέα που αντιπροσωπεύει.