6.-(1) Η αιτούσα αρχή δύναται να υποβάλει στη λαμβάνουσα την αίτηση αρχή, αίτηση για είσπραξη απαίτησης. Κατόπιν τέτοιας αίτησης, όταν η λαμβάνουσα την αίτηση αρχή βρίσκεται στη Δημοκρατία, η εν λόγω αρχή εισπράττει, σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις που εφαρμόζονται για την είσπραξη παρόμοιων απαιτήσεων που γεννήθηκαν στη Δημοκρατία, τις απαιτήσεις την απαίτηση που αποτελούν το αντικείμενο τίτλου ο οποίος επιτρέπει την εκτέλεση της είσπραξη απαίτησης.Για να αποκτήσει τις πληροφορίες αυτές, η αρμόδια αρχή ασκεί τις εξουσίες που προβλέπονται στους Τελωνειακούς Νόμους, τον περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμο του 2000, τον περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμο του 2002, τον περί Εκτάκτου Εισφοράς για την Άμυνα της Δημοκρατίας Νόμο του 2002, τον περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμο του 1980 έως 2002 και τον περί Φορολογίας Ακίνητης Ιδιοκτησίας Νόμο του 1980 έως 2002.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 11, κάθε απαίτηση που αποτελεί αντικείμενο αίτησης είσπραξης απαίτησης εξετάζεται ως απαίτηση της Δημοκρατίας.
(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (2), οι προς είσπραξη απαιτήσεις δεν απολαμβάνουν απαραίτητα απολαύουντυχόν προνομίων προνόμια που ισχύουν σε ανάλογες απαιτήσεις οι οποίες γεννώνται στη Δημοκρατία.