14.-(1) Όταν ο καταναλωτής ασκήσει το δικαίωμα υπαναχώρησης σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, μπορεί να υποχρεωθεί από τον προμηθευτή να πληρώσει, το συντομότερο δυνατό, μόνο για τη χρηματοοικονομική υπηρεσία που του παρείχε ο προμηθευτής, σύμφωνα με τη σύμβαση εξ αποστάσεως, αμέσως πριν από την υπαναχώρησή του από αυτή:
Νοείται ότι, ο προμηθευτής δεν μπορεί να απαιτήσει τέτοια πληρωμή, εάν άρχισε να εκτελεί τη σύμβαση, πριν από την εκπνοή της προθεσμίας υπαναχώρησης, χωρίς να έχει λάβει προηγουμένως τη συγκατάθεση του καταναλωτή.
(2) Το χρηματικό ποσό, που απαιτείται να καταβληθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) , δεν μπορεί:
(α) Να υπερβαίνει χρηματικό ποσό ανάλογο με την έκταση της υπηρεσίας που ήδη παρασχέθηκε, σε σχέση με το σύνολο των παροχών που προβλέπει η σύμβαση εξ αποστάσεως·
(β) σε καμία περίπτωση να είναι τέτοιο που να μπορεί να εκληφθεί ως ποινή.
(3) Παρά τις διατάξεις του εδαφίου (1) , ο καταναλωτής δεν υποχρεούται να καταβάλει κανένα χρηματικό ποσό, όταν καταγγέλλει ασφαλιστική σύμβαση.
(4) Ο προμηθευτής δεν μπορεί να απαιτήσει από τον καταναλωτή να καταβάλει οποιοδήποτε χρηματικό ποσό βάσει του εδαφίου (1) , εκτός εάν μπορεί να αποδείξει ότι ο καταναλωτής είχε δεόντως ενημερωθεί για την υποχρέωση πληρωμής τέτοιου ποσού, σύμφωνα με την υποπαράγραφο (i) της παραγράφου (γ) του άρθρου 4.