30.(1) Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκδικάζεται ποινικό αδίκημα δυνάμει του άρθρου 14 μπορεί, κατόπιν ex-parte αίτησης, να διατάξει-
(α) τη διενέργεια ή την αποφυγή διενέργειας οποιασδήποτε πράξης σχετικής με το εκδικαζόμενο αδίκημα, ή
(β) το κλείσιμο ή την αναστολή της λειτουργίας οποιουδήποτε γραφείου ή υποστατικού συνδεόμενου με το εκδικαζόμενο αδίκημα,
αμέσως ή εντός τέτοιας προθεσμίας και κάτω από τέτοιους όρους όπως το δικαστήριο ήθελε κρίνει σκόπιμο να καθορίσει, μέχρι την τελική εκδίκαση της υπόθεσης αναφορικά με την οποία έχει ασκηθεί η ποινική δίωξη.
(2) Επιπρόσθετα με την επιβολή της ποινής το δικαστήριο ενώπιον του οποίου καταδικάζεται πρόσωπο για το αδίκημα που αναφέρεται στο εδάφιο (1) μπορεί να διατάξει το καταδικαζόμενο πρόσωπο-
(α) να διακόψει ή αναστείλει οποιεσδήποτε ενέργειες ή πρακτικές που σχετίζονται με το ποινικό αδίκημα για το οποίο έχει καταδικαστεί,
(β) να κλείσει και διατηρήσει κλειστό οποιοδήποτε γραφείο ή υποστατικό σε σχέση με το οποίο έχει διαπραχθεί το ποινικό αδίκημα για το οποίο έχει καταδικαστεί,
αμέσως ή εντός τέτοιας προθεσμίας και κάτω από τέτοιους όρους όπως το δικαστήριο ήθελε κρίνει σκόπιμο ή αναγκαίο να καθορίσει στο διάταγμα, με σκοπό την αποτελεσματικότερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδομένων Κανονισμών.
(3) Πρόσωπο εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί διάταγμα δυνάμει του παρόντος άρθρου και το οποίο παραλείπει ή αμελεί να συμμορφωθεί με τέτοιο διάταγμα μέσα στη χρονική περίοδο που τυχόν καθορίζεται σ’ αυτό, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται, σε περίπτωση καταδίκης του, σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.