2. Στον Νόμο αυτό, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια:
«ADR» σημαίνει την Ευρωπαϊκή Συμφωνία για τις διεθνείς οδικές μεταφορές επικίνδυνων εμπορευμάτων η οποία κυρώθηκε με τον περί της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας για τις Διεθνείς Οδικές Μεταφορές Επικίνδυνων Εμπορευμάτων (ADR) (Κυρωτικό) Νόμο του 2004.
«αρμόδια αρχή» σημαίνει τον διευθυντή του Τμήματος Ηλεκτρομηχανολογικών Υπηρεσιών και περιλαμβάνει κάθε λειτουργό δεόντως εξουσιοδοτημένο από αυτόν για τους σκοπούς εφαρμογής του παρόντος Νόμου.
«αριθμός ΟΗΕ» σημαίνει τον αύξοντα αριθμό που δίδεται από τα Ηνωμένα Έθνη και που περιλαμβάνει από ένα μέχρι τέσσερα ψηφία, καθορίζεται ειδικά στην ADR και χρησιμοποιείται γενικά ως μέσο για την αναγνώριση των επικίνδυνων εμπορευμάτων.
«δεξαμενή» σημαίνει κάθε δεξαμενή περιλαμβανομένης δεξαμενής που μπορεί να αποσυναρμολογηθεί, εμπορευματοκιβωτίου - δεξαμενής δηλαδή κινητής δεξαμενής, συρόμενης δεξαμενής, δεξαμενής ή δοχείου οχήματος-συστοιχίας ή συρόμενης δεξαμενής - συστοιχίας, ή αυτοκινούμενης δεξαμενής.
«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία.
«δοχείο» σημαίνει κύλινδρο, σωλήνα, βαρέλι πίεσης, κρυογονικό δοχείο, δέσμη κυλίνδρων και οποιοδήποτε άλλο δοχείο όπως αυτά ορίζονται στην ADR.
«αξιολόγηση της συμμόρφωσης» σημαίνει τη διαδικασία που αποβλέπει στον έλεγχο της συμμόρφωσης προς τις οικείες διατάξεις της ADR του μεταφερόμενου εξοπλισμού υπό πίεση.
«Επιτροπή» σημαίνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
«εξέταση ΕΚ τύπου» σημαίνει την εξέταση που διενεργείται από κοινοποιημένο οργανισμό με βάση τη διαδικασία που καθορίζεται με Διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει της παραγράφου (α) του άρθρου 22 του παρόντος Νόμου.
«εξέταση ΕΚ σχεδιασμού» σημαίνει την εξέταση που διενεργείται από κοινοποιημένο οργανισμό με βάση διαδικασία που καθορίζεται με Διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει της παραγράφου (α) του άρθρου 22 του παρόντος Νόμου.
«ιδιοκτήτης» ή «κάτοχος» σε σχέση με μεταφερόμενο εξοπλισμό υπό πίεση σημαίνει το πρόσωπο στο οποίο ανήκει κατά κυριότητα ο εν λόγω εξοπλισμός και δεν περιλαμβάνει το πρόσωπο που αγοράζει τον εξοπλισμό αυτό με μοναδικό σκοπό να χρησιμοποιήσει το περιεχόμενο του και στη συνέχεια να το πωλήσει ξανά στον προμηθευτή του:
Νοείται ότι στην περίπτωση που η επαγγελματική έδρα του προσώπου στο οποίο ανήκει ο εν λόγω εξοπλισμός δεν είναι η Δημοκρατία, ιδιοκτήτης ή κάτοχος θεωρείται ο αντιπρόσωπος ή ο εισαγωγέας ή ο διανομέας του στη Δημοκρατία και, εάν δεν υπάρχει ή δεν μπορεί να εντοπιστεί ο αντιπρόσωπος ή ο εισαγωγέας ή ο διανομέας του, ιδιοκτήτης ή κάτοχος θεωρείται ο χρήστης του εξοπλισμού.
«κοινοποιημένος οργανισμός» σημαίνει οργανισμό ελέγχου ο οποίος καθορίζεται με βάση το Άρθρο 11.
«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
«μεταφερόμενος εξοπλισμός υπό πίεση» σημαίνει κάθε δοχείο ή κάθε δεξαμενή περιλαμβανομένων των στροφίγγων και των λοιπών εξαρτημάτων τους που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά αερίου της κλάσεως 2 όπως αυτό καθορίζεται στην ADR καθώς και για τη μεταφορά ορισμένων επικίνδυνων ουσιών άλλων κλάσεων, που καθορίζονται με Διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει της παραγράφου (β) του άρθρου 22 του παρόντος Νόμο, εξαιρουμένων -
(α) Εξοπλισμού που διέπεται από τις γενικές αρχές εξαίρεσης οι οποίες ισχύουν για μικρές ποσότητες και ο οποίος περιλαμβάνεται σε διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει της παραγράφου (γ) του άρθρου 22,
(β) εξοπλισμού που αναφέρεται στις ιδιαίτερες περιπτώσεις που προνοούνται στην ADR,
(γ) συσκευών αεροδιαλυμάτων - αριθμός ΟΗΕ 1950, και
(δ) φιαλών αερίων για τις αναπνευστικές συσκευές.
«νέος μεταφερόμενος εξοπλισμός υπό πίεση» σημαίνει το μεταφερόμενο εξοπλισμό υπό πίεση που έχει διατεθεί στην αγορά σε οποιοδήποτε κράτος μέλος μετά την 1η Ιουλίου 2001 ή που έχει διατεθεί στην αγορά της Δημοκρατίας μετά την εφαρμογή του παρόντος Νόμου.
«οργανισμός ελέγχου» σημαίνει κοινοποιημένο ή προκριθέντα οργανισμό.
«πιστοποιητικό εξέτασης ΕΚ τύπου» σημαίνει το πιστοποιητικό που εκδίδεται από κοινοποιημένο οργανισμό μετά την επιτυχή κατάληξη της εξέτασης ΕΚ τύπου.
«πιστοποιητικό εξέτασης ΕΚ σχεδιασμού» σημαίνει το πιστοποιητικό που εκδίδεται από κοινοποιημένο οργανισμό μετά την επιτυχή κατάληξη της εξέτασης ΕΚ σχεδιασμού.
«πιστοποιητικό συμμόρφωσης» σημαίνει πιστοποιητικό που εκδίδεται από κοινοποιημένο οργανισμό με βάση τη διαδικασία που καθορίζεται με Διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει της παραγράφου (α) του άρθρου 22 του παρόντος Νόμου.
«προκριθείς οργανισμός» σημαίνει τον οργανισμό που καθορίζεται δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 14.
«σήμανση» σημαίνει το σύμβολο που προνοείται δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 15.
«συσκευές αεροδιαλυμάτων - αριθμός ΟΗΕ 1950» σημαίνει τις συσκευές αερολυμάτων που περιλαμβάνονται στους περί Φιαλών Αερίων (Ορισμένοι Τύποι) Νόμους του 2002.
«σχετικά πρότυπα» σημαίνει τα πρότυπα που καθορίζονται δυνάμει της παραγράφου (ζ) του άρθρου 22 ή τα πρότυπα που καθορίζονται στην ADR.
«σχετική Κοινοτική Οδηγία» σημαίνει την Οδηγία με αριθμό 99/36/ΕΚ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 29ης Απριλίου 1999, σχετικά με το μεταφερόμενο εξοπλισμό υπό πίεση.
«τρίτη χώρα» σημαίνει οποιαδήποτε χώρα που δεν είναι κράτος μέλος.
«υφιστάμενος μεταφερόμενος εξοπλισμός υπό πίεση» σημαίνει τον μεταφερόμενο εξοπλισμό υπό πίεση που έχει διατεθεί στην αγορά σε οποιοδήποτε κράτος μέλος πριν από την 1η Ιουλίου 2001 ή που έχει διατεθεί στην αγορά της Δημοκρατίας πριν την εφαρμογή του παρόντος Νόμου.
«φιάλες αερίων για τις αναπνευστικές συσκευές» σημαίνει τις φιάλες αερίων για τις αναπνευστικές συσκευές που περιλαμβάνονται στους περί Βασικών Απαιτήσεων (Εξοπλισμός Πίεσης) Κανονισμούς του 2003.
«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Συγκοινωνιών και Έργων.