4.-(1) Τόσο ο ασφαλειοδόχος, όσο και ο ασφαλειοπάροχος πρέπει να ανήκουν σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες κατηγορίες:
(α) Σε δημόσια αρχή στη Δημοκρατία ή αλλού, εξαιρουμένων των επιχειρήσεων με εγγύηση του Δημοσίου, εκτός εάν αυτές εμπίπτουν στις παραγράφους (β) έως (ε), όπως μεταξύ άλλων-
(i) Δημόσιο φορέα που έχει αναλάβει τη διαχείριση του δημοσίου χρέους ή παρεμβαίνει σε αυτήֹ
(ii) δημόσιο φορέα που έχει εξουσιοδοτηθεί να τηρεί λογαριασμούς πελατώνֹ
(β) στην Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, κατά τα οριζόμενα στους περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμους του 2002 έως 2007, σε κεντρική τράπεζα άλλου κράτους, στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, στην Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, σε πολυμερή τράπεζα αναπτύξεως κατά τα οριζόμενα στις Οδηγίες προς τις τράπεζες για τον Υπολογισμό των Κεφαλαιακών Απαιτήσεων και των Μεγάλων Χρηματοδοτικών Ανοιγμάτων του 2006 έως 2010, στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων
(i) πιστωτικού ιδρύματος·
(ii) επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, όπως ορίζεται στους περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμων του 2007 και 2009·
(iii) χρηματοδοτικού ιδρύματος, όπως ορίζεται στους περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμους του 1997 έως 2011·
(iv) ασφαλιστικής επιχείρησης, όπως ορίζεται στους περί της Άσκησης Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμων του 2002 έως 2011·
(v) οργανισμού συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες, όπως ορίζεται στους περί των Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες (ΟΣΕΚΑ) Νόμους του 2004 και 2008·
(vi) Εταιρείας Διαχείρισης, όπως ορίζεται στους περί των Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων (ΟΣΕΚΑ) σε Κινητές Αξίες Νόμους του 2004 και 2008.
(δ) σε σχέση με τα συστήματα πληρωμών και διακανονισμού αξιογράφων, σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, διακανονιστή και συμψηφιστικό γραφείο κατά τα οριζόμενα στον περί του Αμετάκλητου στα Συστήματα Πληρωμών και στα Συστήματα Διακανονισμού Αξιογράφων Νόμο του 2003ֹ
(ε) σε άλλα ομοειδή ιδρύματα που υπόκεινται σε εποπτεία και, τα οποία ασκούν δραστηριότητες στις αγορές συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης, προαιρέσεων και παράγωγων μέσων σε βαθμό μη καλυπτόμενο από τον περί του Αμετάκλητου στα
Συστήματα Πληρωμών και στα Συστήματα Διακανονισμού Αξιογράφων Νόμο του 2003, και νομικό πρόσωπο, το οποίο ενεργεί ως καταπιστευματοδόχος ή υπό την ιδιότητα αντιπροσώπου εξ ονόματος ενός ή περισσοτέρων προσώπων, στα οποία περιλαμβάνονται τυχόν ομολογιούχοι ή κάτοχοι άλλων μορφών εξασφαλισμένων δανείων ή οποιαδήποτε κατηγορία που καθορίζεται στις παραγράφους (α) έως (δ)ֹ
(στ) σε νομικό πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων των μη μετοχικών επιχειρήσεων και των συνεταιρισμών υπό τον όρο ότι ο αντισυμβαλλόμενος εμπίπτει σε μια από τις κατηγορίες που καθορίζονται στις παραγράφους (α) έως (ε).
(2)(α) Η παρεχόμενη χρηματοοικονομική εξασφάλιση πρέπει να συνίσταται σε μετρητά ή χρηματοπιστωτικά μέσα ή δανειακές απαιτήσεις (ή σε συνδυασμό αυτών).
(β) Αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου οι δανειακές απαιτήσεις των οποίων ο οφειλέτης είναι καταναλωτής, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 2 του περί των Συμβάσεων Καταναλωτικής Πίστης Νόμου του 2010 ή μικρή ή πολύ μικρή επιχείρηση, όπως αυτές ορίζονται στο Άρθρο 1 και στο Άρθρο 2, παράγραφοι 2 και 3, του παραρτήματος της πράξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Σύσταση Επιτροπής της 6ης Μαΐου 2003 σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων (2003/361/ΕΚ)», εκτός από τις περιπτώσεις όπου ο ασφαλειοδόχος ή ο ασφαλειοπάροχος επί των εν λόγω δανειακών απαιτήσεων είναι ένα από τα ιδρύματα που αναφέρονται στο εδάφιο (1)(β).
(3)(α) Η απόδειξη της παροχής χρηματοοικονομικής εξασφάλισης πρέπει να επιτρέπει τον προσδιορισμό της χρηματοοικονομικής εξασφάλισης, στην οποία αναφέρεται. Για το σκοπό αυτό, αρκεί να αποδεικνύεται ότι η εξασφάλιση επί τίτλων σε λογιστική μορφή έχει μεταφερθεί σε πίστωση του σχετικού λογαριασμού ή αποτελεί πίστωση του λογαριασμού αυτού και ότι η εξασφάλιση σε μετρητά έχει μεταφερθεί σε πίστωση του καθορισμένου λογαριασμού ή αποτελεί πίστωση του λογαριασμού αυτού.
(β) Η εγγραφή των δανειακών απαιτήσεων σε έναν κατάλογο που υποβάλλεται εγγράφως ή με νομικά ισοδύναμο τρόπο στον ασφαλειοδόχο επαρκεί για τον προσδιορισμό της δανειακής απαίτησης και την απόδειξη της παροχής της δανειακής απαίτησης ως χρηματοοικονομικής εξασφάλισης μεταξύ των μερών και έναντι του οφειλέτη ή τρίτων.