19.-(1) Το Δικαστήριο, το οποίο καταδίκασε οποιοδήποτε πρόσωπο για ποινικό αδίκημα δυνάμει του παρόντος Νόμου, έχει εξουσία, επιπρόσθετα με οποιαδήποτε άλλη ποινή την οποία τυχόν επέβαλε, να διατάσσει-
(α) την κατάσχεση, καταστροφή ή άλλως πως διάθεση οποιουδήποτε απορρυπαντικού ή επιφανειοδραστικής ουσίας, σε σχέση με το οποίο διαπράχθηκε το ποινικό αδίκημα·
(β) την ακύρωση της τυχόν ισχύουσας, δυνάμει κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου, άδειας ή εγγραφής είτε των υποστατικών ή άλλων χώρων είτε των κατόχων ή υπευθύνων αυτών ή άλλων, και του κλεισίματος των υποστατικών ή άλλων χώρων σε σχέση με τα οποία ή εντός των οποίων διαπράχθηκε το ποινικό αδίκημα.
(2)(α) Ο Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου έχει προσαχθεί κατηγορία εναντίον προσώπου για ποινικό αδίκημα βάσει του παρόντος Νόμου, έχει εξουσία σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας να εκδίδει διάταγμα διά του οποίου να απαγορεύει στον κατηγορούμενο τη διάθεση στην αγορά οποιουδήποτε απορρυπαντικού ή επιφανειοδραστικής ουσίας, σε σχέση με το οποίο κατ’ ισχυρισμό διαπράχθηκε το ποινικό αδίκημα, μέχρι της τελικής εκδίκασης της υπόθεσης αναφορικά με την οποία έχει προσαχθεί η κατηγορία.
(β) Το αναφερόμενο στην παράγραφο (α) διάταγμα εκδίδεται κατόπιν αίτησης του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας·
(γ) Οι προϋποθέσεις έκδοσης του αναφερόμενου στην παράγραφο (α) διατάγματος διέπονται, τηρουμένων των αναλογιών, από το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου·
(δ) Η διαδικασία έκδοσης του αναφερόμενου στην παράγραφο (α) διατάγματος διέπεται, τηρουμένων των αναλογιών, από τους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς·
(ε) Το αναφερόμενο στην παράγραφο (α) διάταγμα δύναται να εκδοθεί και μετά από μονομερή (ex parte) αίτηση κατ’ εφαρμογή, τηρουμένων των αναλογιών, του άρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών:
Νοείται ότι στην περίπτωση αυτή, για σκοπούς καταχώριησης ένστασης ή για να καταδειχθεί εκ μέρους του αντιδίκου ο λόγος ώστε να παύσει το εκδοθέν διάταγμα να παραμένει σε ισχύ, η σχετική προθεσμία που δύναται να τεθεί από το οικείο Δικαστήριο καθορίζεται σε διάστημα που δε θα υπερβαίνει τις δεκατέσσερις ημέρες.
(3) Δικαστήριο το οποίο εκδικάζει αδίκημα δύναται να εκδίδει, πέραν των διαταγμάτων που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2), οποιοδήποτε άλλο ενδιάμεσο ή τελικό διάταγμα που είναι απαγορευτικό, αποτρεπτικό, προστακτικό ή ανασταλτικό, με σκοπό τον τερματισμό, την αναστολή ή τη μη επανάληψη της ενέργειας ή της παράλειψης, που συνιστά το αδίκημα.
(4) Σε περίπτωση που πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδόθηκε διάταγμα δυνάμει του εδαφίου (1), (2) ή (3) παραλείπει ή αρνείται να συμμορφωθεί με αυτό, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.