13.-(1) Ο Διευθυντής, όταν έχει εύλογο λόγο να πιστεύει ότι κάποιο πρόσωπο διέπραξε αδίκημα κατά παράβαση του παρόντος Νόμου, έχει την εξουσία να ρυθμίσει εξώδικα το αδίκημα αυτό, αποδεχόμενος την καταβολή από τον παραβάτη ποσού που δε θα υπερβαίνει σε καμία περίπτωση το ποσό της χρηματικής ποινής που προβλέπεται για το αδίκημα αυτό.
(2) Εάν η πράξη ή η παράλειψη την οποία ο Διευθυντής ή ο Επιθεωρητής θεωρεί ότι σύμφωνα με το εδάφιο (1) συνιστά αδίκημα δεν τερματιστεί σύμφωνα με τις οδηγίες του, εντός ενός χρονικού διαστήματος που ο ίδιος θεωρεί εύλογο, τότε για κάθε μέρα που η πράξη ή παράλειψη συνεχίζεται ή επαναλαμβάνεται, θα θεωρείται ότι διαπράττει νέο αδίκημα του οποίου ο Διευθυντής μπορεί, είτε να προβαίνει σε ξεχωριστή εξώδικη ρύθμιση, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1), είτε να προβαίνει στις αναγκαίες ενέργειες για δίωξη του παραβάτη ενώπιον Δικαστηρίου.
(3) Κάθε ποσό που καταβάλλεται με βάση τα εδάφια (1) και (2), θεωρείται χρηματική ποινή που επιβλήθηκε λόγω καταδίκης για το σχετικό αδίκημα.
(4) Με την καταβολή του ποσού που αναφέρεται πιο πάνω, ο Διευθυντής εκδίδει σχετική απόδειξη στο πρόσωπο που το καταβάλλει, στην οποία αναγράφονται τα εξής-
(α) Το όνομα του προσώπου που πιστεύεται ότι διέπραξε το αδίκημα·
(β) συνοπτική αναφορά του αδικήματος·
(γ) ο τόπος και η ημερομηνία διάπραξής του· και
(δ) το ποσό που καταβλήθηκε.
(5) Μετά την εξώδικη ρύθμιση του αδικήματος, την καταβολή του ποσού και την έκδοση της απόδειξης όπως αναφέρεται πιο πάνω, δε χωρεί οποιαδήποτε περαιτέρω διαδικασία σχετικά με το αδίκημα.
(6) Η εξώδικη ρύθμιση αδικήματος και η καταβολή του σχετικού ποσού σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις, δεν θεωρείται ως καταδίκη. Σε περίπτωση, όμως, καταδικαστικής απόφασης για διάπραξη άλλου παρόμοιου αδικήματος, το Δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη τα πιο πάνω γεγονότα για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής. Για τους σκοπούς αυτούς, η προβλεπόμενη στο εδάφιο (4) απόδειξη, αποτελεί πλήρη απόδειξη των γεγονότων που αναφέρονται σ’ αυτήν και συνεπάγεται την απαλλαγή του κατηγορουμένου.