13.(1) Σε σχέση με κάθε ισχυρισμό και παράπονο που εμπίπτει στις διατάξεις του παρόντος Νόμου και δύναται, τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 8 μέχρι και 11, να αρχίσει γι’ αυτό διαδικασία διερεύνησης η Αρχή αναθέτει σε ένα ή περισσότερα από τα μέλη της, περιλαμβανομένου του προέδρου και αντιπροέδρου αυτής ή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, τη διεξαγωγή ανάκρισης για διερεύνηση του ισχυρισμού ή του παραπόνου.
(2) Δεν επιτρέπεται συμμετοχή σε συνεδρία της Αρχής μέλους της που είναι σύζυγος ή συγγενής εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι και τέταρτου βαθμού μέλους της Αστυνομίας που κατονομάζεται ως υπεύθυνο για πράξεις που αφορά ο ισχυρισμός ή το παράπονο ή για το οποίο υπάρχει ένδειξη, κατά την κρίση της Αρχής, ότι δυνατόν να εμπλέκεται σε πράξη που αφορά ο ισχυρισμός ή το παράπονο.
(3) Η Αρχή, αν κρίνει τούτο αναγκαίο, εισηγείται στον Αρχηγό Αστυνομίας να θέσει σε διαθεσιμότητα μέχρι τη συμπλήρωση διερεύνησης, οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομίας δυνατόν να κατονομάζεται ως υπεύθυνο για πράξεις που αφορά ο ισχυρισμός ή το παράπονο ή του παραπονούμενου.