16.(1) Η Αρχή δε δεσμεύεται από την έκθεση με τα συμπεράσματα, τα πορίσματα και τις απόψεις του μέλους της που διεξήγαγε την ανάκριση, αλλά μελετά το υλικό και τα έγγραφα της ανάκρισης και την εν λόγω έκθεση με τα συμπεράσματα, τα πορίσματα και τις απόψεις και ενεργεί ως ακολούθως -
(α) Σε περίπτωση που προκύπτει σ’ αυτό το στάδιο ότι ο ισχυρισμός ή το παράπονο που αποτέλεσε αντικείμενο διερεύνησης δεν αφορά πράξη που εμπίπτει στις διατάξεις του παρόντος Νόμου, η Αρχή διαβιβάζει το παράπονο ή τον ισχυρισμό στον Αρχηγό Αστυνομίας, αν πρόκειται για πράξη που δυνατόν να συνιστά πειθαρχικό αδίκημα, και στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, αν πρόκειται για πράξη που δυνατόν να συνιστά ποινικό αδίκημα, ή διαβιβάζει το παράπονο ή τον ισχυρισμό και στους δύο, αν πρόκειται για πράξη που δυνατόν να συνιστά τόσο πειθαρχικό όσο και ποινικό αδίκημα:
Νοείται ότι οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται και σε περίπτωση που υπάρχει ένδειξη από το υλικό και τα έγγραφα της ανάκρισης ότι έγινε πράξη από μέλος της Αστυνομίας η οποία είναι άλλη από εκείνη που αφορά ο ισχυρισμός ή το παράπονο που διερευνήθηκε και ότι η εν λόγω πράξη δυνατόν να συνιστά ποινικό ή πειθαρχικό αδίκημα ή και τα δύο, χωρίς να εμπίπτει στις διατάξεις του παρόντος Νόμου, για να μπορεί η Αρχή να προβεί σε νέα διερεύνηση, δυνάμει του εδαφίου (5) του παρόντος άρθρου.
(β) Σε κάθε άλλη περίπτωση και ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της ανάκρισης, η Αρχή διαβιβάζει το υλικό, τα έγγραφα και τη σχετική έκθεση ως ακολούθως για περαιτέρω ενέργειες μαζί με το πόρισμά της για το τι προκύπτει από τη μελέτη τους –
(i) στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, αν προκύπτει από το υλικό και τα έγγραφα της ανάκρισης ότι έγινε πράξη από οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομίας η οποία δυνατόν να συνιστά ποινικό αδίκημα, έστω και αν δεν έχει εξακριβωθεί η ταυτότητα του μέλους της Αστυνομίας που δυνατόν να εμπλέκεται,
(ii) στον Αρχηγό Αστυνομίας, αν προκύπτει από το υλικό και τα έγγραφα της ανάκρισης ότι έγινε πράξη από οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομίας η οποία συνιστά πειθαρχικό αδίκημα, έστω και αν δεν έχει εξακριβωθεί η ταυτότητα του μέλους της Αστυνομίας που δυνατόν να εμπλέκεται,
(iii) τόσο στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας όσο και στον Αρχηγό Αστυνομίας, αν προκύπτει από το υλικό και τα έγγραφα της ανάκρισης ότι έγινε πράξη από οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομίας η οποία δυνατόν να συνιστά ποινικό αδίκημα και πειθαρχικό αδίκημα,
(iν) στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και στον Αρχηγό Αστυνομίας, αν προκύπτει από το υλικό και τα έγγραφα της ανάκρισης ότι έγινε μεν πράξη από μέλος της Αστυνομίας, αλλά αυτή δε συνιστά ούτε ποινικό ούτε και πειθαρχικό αδίκημα:
Νοείται ότι το υλικό, τα έγγραφα και η σχετική έκθεση δε διαβιβάζονται στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και στον Αρχηγό Αστυνομίας αλλά στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για τυχόν περαιτέρω ενέργειες, σε περίπτωση που προκύπτει από το εν λόγω υλικό και τα έγγραφα ότι το μέλος της Αστυνομίας από το οποίο έγινε πράξη, όπως αναφέρεται πιο πάνω, είναι ο Αρχηγός ή ο Υπαρχηγός της Αστυνομίας,
(ν) σε περίπτωση που δεν εξακριβώνεται από το υλικό και τα έγγραφα της ανάκρισης ότι έγινε οποιαδήποτε πράξη που αφορά ο ισχυρισμός ή το παράπονο που διερευνήθηκε και η μη εξακριβωθείσα πράξη δυνατόν να συνιστά ποινικό ή πειθαρχικό αδίκημα ή και τα δύο, το υλικό, τα έγγραφα και η σχετική έκθεση διαβιβάζονται από την Αρχή για τυχόν περαιτέρω ενέργειες στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, στον Αρχηγό Αστυνομίας ή και στους δύο, ανάλογα με την περίπτωση.
(2) Μέλος της Αρχής που προέρχεται από την Αστυνομία δε μετέχει σε οποιαδήποτε συνεδρία αυτής για μελέτη και ενέργειες, όπως αναφέρεται στο εδάφιο (1), του υλικού, των εγγράφων, και των εκθέσεων οποιασδήποτε ανάκρισης διεξάχθηκε για διερεύνηση ισχυρισμού ή παραπόνου που αφορά πράξη η οποία εμπίπτει στις διατάξεις της παραγράφου (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 5.
(3) Σε περίπτωση που η διερεύνηση του ισχυρισμού ή παραπόνου είχε ανατεθεί στην Αρχή από τον Υπουργό, η Αρχή τον ενημερώνει γραπτώς για το αποτέλεσμα της διερεύνησης χωρίς οποιαδήποτε διαβίβαση ή γνωστοποίηση του υλικού, των εγγράφων ή της έκθεσης που υποβλήθηκαν στην Αρχή ή οποιουδήποτε μέρους αυτών.
(4) Σε περίπτωση που η διερεύνηση έγινε κατόπιν υποβολής παραπόνου οποιουδήποτε προσώπου, η ενημέρωση που αναφέρεται στο εδάφιο (3) γίνεται επίσης προς το πρόσωπο που είχε υποβάλει το παράπονο.
(5) Σε περίπτωση που υπάρχει ένδειξη από το υλικό και τα έγγραφα ανάκρισης, για πράξη μέλους της Αστυνομίας που εμπίπτει στις διατάξεις του παρόντος Νόμου, αλλά είναι άλλη από εκείνη την οποία αφορά ο ισχυρισμός ή το παράπονο που διερευνήθηκε, η Αρχή προβαίνει σε νέα διερεύνηση δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.