8.(1) Σε περίπτωση διορισμού από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ποινικού ανακριτή δυνάμει της εξουσίας του εδαφίου (2) του άρθρου 4 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου που αναφέρεται στο άρθρο 7, για διεξαγωγή ανάκρισης σε σχέση με ισχυρισμό για διάπραξη ποινικού αδικήματος από μέλος της Αστυνομίας ο οποίος αφορά τα ίδια γεγονότα που αφορά ισχυρισμός ή παράπονο που βρίσκεται ενώπιον της Αρχής, δεν αρχίζει διαδικασία διερεύνησης δυνάμει του παρόντος Νόμου και, αν έχει ήδη αρχίσει, αναστέλλεται, μέχρι τη συμπλήρωση της ποινικής ανάκρισης και απόφασης του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας στο θέμα άσκησης ποινικής δίωξης.
(2) Η διεξαγωγή ανάκρισης από την Αστυνομία για τη διάπραξη ποινικού αδικήματος το οποίο αφορά τα ίδια γεγονότα που αφορά ισχυρισμός ή παράπονο που βρίσκεται ενώπιον της Αρχής δεν αποτελεί λόγο για τη μη έναρξη διαδικασίας διερεύνησης δυνάμει του παρόντος Νόμου ή για την αναστολή της, σε περίπτωση που αυτή έχει ήδη αρχίσει, παρά μόνο σε περίπτωση που η διεξαγωγή της αστυνομικής ανάκρισης διατάχθηκε από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, οπότε και δεν αρχίζει διαδικασία διερεύνησης δυνάμει του παρόντος Νόμου και, αν έχει ήδη αρχίσει, αναστέλλεται, μέχρι τη συμπλήρωση της αστυνομικής ανάκρισης και την απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας στο θέμα άσκησης ποινικής δίωξης:
Νοείται ότι οι πιο πάνω διατάξεις για μη έναρξη διαδικασίας διερεύνησης και για αναστολή της σε περίπτωση διεξαγωγής αστυνομικής ανάκρισης που διατάχθηκε από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση που η διερεύνηση του παραπόνου ή του ισχυρισμού ανατέθηκε στην Αρχή από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας δυνάμει του εδαφίου (5) του άρθρου 5 ή ανατίθεται σ’ αυτήν από το Γενικό Εισαγγελέα δυνάμει του εν λόγω εδαφίου οποτεδήποτε μετά την έναρξη σχετικής ανάκρισης από την Αστυνομία:
Νοείται περαιτέρω ότι σε περίπτωση που η Αρχή αρχίζει διερεύνηση που δε διατάχθηκε από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ισχυρισμού ή παραπόνου που αφορά τα ίδια γεγονότα τα οποία αφορά και ποινικό αδίκημα σε σχέση με τη διάπραξη του οποίου διεξάγεται ανάκριση από την Αστυνομία η οποία επίσης δε διατάχθηκε από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας αναστέλλεται η αστυνομική ανάκριση, εκτός αν αποφασίσει διαφορετικά ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας.
(3) Σε περίπτωση που, κατά τα διαλαμβανόμενα στα εδάφια (1) και (2), δεν αρχίζει ή αναστέλλεται η διαδικασία διερεύνησης δυνάμει του παρόντος Νόμου και η απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας που αναφέρεται στα εν λόγω εδάφια είναι να μην ασκηθεί ποινική δίωξη επαφίεται στην Αρχή να αποφασίσει, κατά την κρίση της και αφού πρώτα συμβουλευθεί το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, κατά πόσο θα αρχίσει ή συνεχίσει διαδικασία διερεύνησης δυνάμει του παρόντος Νόμου.
(4) Σε περίπτωση που κατόπιν συμπλήρωσης ποινικής ανάκρισης που διεξήχθη από ποινικό ανακριτή, όπως αναφέρεται στο εδάφιο (1), ή συμπλήρωσης οποιασδήποτε ανάκρισης από την Αστυνομία ο Γενικός Εισαγγελέας αποφασίζει όπως ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον μέλους της Αστυνομίας η οποία αφορά τα ίδια γεγονότα που αφορά ισχυρισμός ή παράπονο που βρίσκεται ενώπιον της Αρχής δυνάμει του παρόντος Νόμου, δεν αρχίζει οποιαδήποτε διαδικασία δυνάμει του εν λόγω Νόμου και, αν έχει ήδη αρχίσει, αναστέλλεται, μέχρις ότου η δίωξη και η ποινική υπόθεση πάρουν οριστικό τέλος.
(5) Επαφίεται στην Αρχή να αποφασίσει κατά την κρίση της μετά την τελική έκβαση δίωξης και ποινικής υπόθεσης που αναφέρεται στο εδάφιο (4) και αφού πρώτα συμβουλευθεί το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κατά πόσο θα αρχίσει ή συνεχίσει διαδικασία διερεύνησης δυνάμει του παρόντος Νόμου. Σε περίπτωση που μέλος της Αστυνομίας το οποίο διώχθηκε δε βρέθηκε ένοχο του σχετικού ποινικού αδικήματος, δε δύναται να αρχίσει ή να συνεχίσει διαδικασία διερεύνησης δυνάμει του παρόντος Νόμου.
(6) Σε περίπτωση που έχει διεξαχθεί οποιαδήποτε ανάκριση από την Αστυνομία που δε διατάχθηκε από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και η οποία έχει καταλήξει στην απόφαση μη άσκησης πειθαρχικής ή ποινικής δίωξης, δεν αποτελεί λόγο για τη μη έναρξη διαδικασίας διερεύνησης από την Αρχή, δυνάμει του παρόντος Νόμου, για ισχυρισμό ή παράπονο που βρίσκεται ενώπιόν της και αφορά τα ίδια γεγονότα που αφορούσε και η εν λόγω αστυνομική ανάκριση.