15.(1) Σε περιπτώσεις που η ανάκριση διεξάγεται, κατά τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο (4) του άρθρου 14 του παρόντος Νόμου, για διερεύνηση ισχυρισμού ή παραπόνου που δεν αφορά πράξη η οποία δυνατόν να συνιστά ποινικό αδίκημα, το μέλος της Αρχής που διεξάγει την ανάκριση υποβάλλει συστηματικά στην Αρχή το υλικό και τα έγγραφα που συλλέγει στην πορεία της ανάκρισης, προκειμένου να την ενημερώνει και να παίρνει οδηγίες από αυτή σε σχέση με την εξασφάλιση τυχόν περαιτέρω και ή συμπληρωματικού μαρτυρικού υλικού για διερεύνηση του ισχυρισμού ή του παραπόνου.
(2) Η Αρχή μελετά το υλικό και τα έγγραφα που της υποβάλλονται, κατά τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, και δίδει στο μέλος που διεξάγει την ανάκριση οποιεσδήποτε οδηγίες κρίνει αναγκαίες για εξασφάλιση τυχόν περαιτέρω και ή συμπληρωματικού μαρτυρικού υλικού.
(3) Ανάκριση που αναφέρεται στα εδάφια (1) και (2) του παρόντος άρθρου θεωρείται ότι ολοκληρώθηκε για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, μόνο όταν κρίνει η Αρχή ότι εξασφαλίστηκε όλο το διαθέσιμο μαρτυρικό υλικό που σχετίζεται με τη διερεύνηση του σχετικού ισχυρισμού ή παραπόνου.
(4) Σε περιπτώσεις που η ανάκριση διεξάγεται, κατά τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο (2) του άρθρου 14 του παρόντος Νόμου, για διερεύνηση ισχυρισμού ή παραπόνου που αφορά πράξη η οποία δυνατόν να συνιστά ποινικό αδίκημα, το μέλος της Αρχής που διεξάγει την ανάκριση υποβάλλει συστηματικά και απευθείας στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας το υλικό και τα έγγραφα που συλλέγει στην πορεία της ανάκρισης, προκειμένου να τον ενημερώνει και να παίρνει οδηγίες από αυτόν σε σχέση με την εξασφάλιση τυχόν περαιτέρω και ή συμπληρωματικού μαρτυρικού υλικού για διερεύνηση του ισχυρισμού ή του παραπόνου.
(5) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας μελετά το υλικό και τα έγγραφα που του υποβάλλονται, κατά τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο (4), και δίδει απευθείας στο μέλος που διεξάγει την ανάκριση οποιεσδήποτε οδηγίες κρίνει αναγκαίες για εξασφάλιση τυχόν περαιτέρω και ή συμπληρωματικού μαρτυρικού υλικού.
(6) Ανάκριση που αναφέρεται στα εδάφια (4) και (5) θεωρείται ότι ολοκληρώθηκε για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, μόνο όταν κρίνει ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ότι εξασφαλίστηκε όλο το διαθέσιμο μαρτυρικό υλικό που σχετίζεται με τη διερεύνηση του σχετικού ισχυρισμού ή παραπόνου.
(7) Η Αρχή ενημερώνεται κατά καιρούς για την πορεία και το εκάστοτε στάδιο των ανακρίσεων που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (4) και αποτείνεται γι’ αυτό το σκοπό στο μέλος της που διεξάγει την ανάκριση, το οποίο και έχει καθήκον να την ενημερώσει σχετικώς.
(8) Όταν ολοκληρωθεί η ανάκριση, κατά τα διαλαμβανόμενα στα εδάφια (3) και (6), το μέλος που διεξήγαγε την ανάκριση υποβάλλει στην Αρχή όλο το υλικό και τα έγγραφα που συνέλεξε και έκθεσή του με τα συμπεράσματα, τα πορίσματα και τις απόψεις του για το κατά πόσο έγινε ή όχι οποιαδήποτε πράξη που αφορά ο σχετικός ισχυρισμός ή το παράπονο και για το κατά πόσο εμπλέκεται ή όχι οποιοδήποτε συγκεκριμένο ή άλλο μέλος της Αστυνομίας.