3.- (1) Σε κάθε πολίτη της Δημοκρατίας ο οποίος:
(α) έχει τη νόμιμη συνήθη διαμονή του, για συνεχή περίοδο τουλάχιστον ενός έτους, στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, και
(β) του οποίου το εισόδημα και οι άλλοι οικονομικοί πόροι δεν επαρκούν για την ικανοποίηση των βασικών και ειδικών αναγκών του, παρέχεται δημόσιο βοήθημα από το Διευθυντή σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου:
Νοείται ότι η προϋπόθεση για συνήθη διαμονή τουλάχιστον ενός έτους που προβλέπεται στην παράγραφο (α) ανωτέρω δε θα ισχύει στις περιπτώσεις πολιτών της Δημοκρατίας που έχουν επαναπατρισθεί ή είναι ανάπηροι ή είναι ηλικίας κάτω του ενός έτους.
(2) Σε κάθε Ευρωπαίο πολίτη ο οποίος:
(α) έχει δικαίωμα μόνιμης διαμονής στη Δημοκρατία και ο οποίος διαμένει στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, και
(β) του οποίου το εισόδημα και οι άλλοι οικονομικοί πόροι δεν επαρκούν για την ικανοποίηση των βασικών και ειδικών αναγκών του, παρέχεται δημόσιο βοήθημα από το Διευθυντή σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(3) Σε κάθε Ευρωπαίο πολίτη ο οποίος ασκεί το δικαίωμα διαμονής του στη Δημοκρατία για την άσκηση μισθωτής δραστηριότητας ή για την άσκηση μη μισθωτής δραστηριότητας ή που διατηρεί την ιδιότητα του μισθωτού ή του αυτοαπασχολούμενου, και ο οποίος:
(α) διαμένει στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, και
(β) του οποίου τα εισοδήματα και οι άλλοι οικονομικοί πόροι δεν επαρκούν για την ικανοποίηση των βασικών και ειδικών αναγκών του, παρέχεται δημόσιο βοήθημα από το Διευθυντή σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου:
(4) Σε κάθε ευρωπαίο πολίτη ο οποίος:
(α) διαμένει στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές για περίοδο άνω των τριών μηνών,
(β) απέκτησε το δικαίωμα διαμονής στη Δημοκρατία διότι απέδειξε ότι διαθέτει επαρκείς πόρους για τον εαυτό του και τα μέλη της οικογένειάς του ή λόγω παρακολούθησης σπουδών, συμπεριλαμβανομένων των μαθημάτων επαγγελματικής κατάρτισης, αποδεικνύοντας ότι διαθέτει επαρκείς πόρους για τον εαυτό του και τα μέλη της οικογένειάς του, και
(γ) στη συνέχεια απώλεσε τους πιο πάνω αναφερόμενους πόρους με αποτέλεσμα τα εισοδήματα και οι άλλοι οικονομικοί του πόροι να μην επαρκούν για την ικανοποίηση των βασικών και ειδικών του αναγκών, παρέχεται δημόσιο βοήθημα από το Διευθυντή δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(5) Σε κάθε υπήκοο τρίτης χώρας, ο οποίος έχει είτε καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος στη Δημοκρατία είτε καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος σε άλλο κράτος μέλος και άδεια μετανάστευσης στη Δημοκρατία, ο οποίος:
(α) διαμένει στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, και
(β) του οποίου τα εισοδήματα και οι άλλοι οικονομικοί πόροι δεν επαρκούν για την ικανοποίηση των βασικών του αναγκών και για τη στέγασή του, παρέχεται δημόσιο βοήθημα από το Διευθυντή σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(6) Σε κάθε υπήκοο τρίτης χώρας, ο οποίος κατέχει νομικό καθεστώς που προβλέπεται στους περί Προσφύγων Νόμο και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, εξαιρουμένων των αιτητών ασύλου και των προσώπων με καθεστώς προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, ο οποίος:
(α) διαμένει στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, και
(β) του οποίου τα εισοδήματα και οι άλλοι οικονομικοί πόροι δεν επαρκούν για την ικανοποίηση των βασικών και ειδικών του αναγκών, παρέχεται δημόσιο βοήθημα από το Διευθυντή σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(7) [Διαγράφηκε]
(8) Σε κάθε πρόσωπο το οποίο αποτελεί θύμα κατά την έννοια του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας Προσώπων και Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Ανηλίκων Νόμου ή/και κατά την έννοια του Πρωτοκόλλου για την Πρόληψη, Καταστολή και Τιμωρία της Εμπορίας Προσώπων, Ιδιαίτερα των Γυναικών και Παιδιών, το οποίο συμπληρώνει τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών ενάντια στο Διεθνικό Οργανωμένο Έγκλημα όπως αυτό κυρώθηκε από τον περί της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος και Πρωτοκόλλων (Κυρωτικό) Νόμο, το οποίο:
(α) διαμένει στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, και
(β) του οποίου τα εισοδήματα και οι άλλοι οικονομικοί πόροι δεν επαρκούν για την ικανοποίηση των βασικών και ειδικών του αναγκών, παρέχεται δημόσιο βοήθημα από το Διευθυντή, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(9) Το δημόσιο βοήθημα παρέχεται σε όλες τις πιο πάνω αναφερόμενες περιπτώσεις, ύστερα από αίτηση που υποβάλλει προσωπικά το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή, εάν κωλύεται προς τούτο λόγω της πνευματικής ή ψυχολογικής του κατάστασης, δι’ αντιπροσώπου.
(10) Δημόσιο βοήθημα δεν παρέχεται:
(α) για οποιαδήποτε περίοδο κατά την οποία ο αιτητής απασχολείται πλήρως σε προσοδοφόρα εργασία:
(i) σε ανάπηρα πρόσωπα,
(ii) [Καταργήθηκε],
(iii) σε γονέα που έχει τέσσερα τουλάχιστον εξαρτώμενα τέκνα, τα οποία διαμένουν μαζί του, ή
(iv) σε οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο, λόγω εξαιρετικά σοβαρών οικογενειακών περιστάσεων, χρειάζεται οικονομική βοήθεια για να αποσοβηθεί ο κίνδυνος διάσπασης ή διάλυσης της οικογένειάς του·
(β) για οποιαδήποτε περίοδο κατά την οποία ο αιτητής εκούσια παραμένει άνεργος ή εκούσια υποαπασχολείται ή αρνείται να παρακολουθήσει πρόγραμμα επαγγελματικής αποκατάστασης εγκεκριμένο από οποιαδήποτε αρμόδια Αρχή της Δημοκρατίας:
(γ) για οποιαδήποτε περίοδο μεγαλύτερη από ένα ημερολογιακό μήνα, κατά την οποία ο αιτητής απουσιάζει από τη Δημοκρατία·
(δ) για οποιαδήποτε περίοδο μεγαλύτερη από ένα ημερολογιακό μήνα, κατά την οποία ο αιτητής εισήχθηκε σε νοσοκομείο ή άλλο ίδρυμα με δαπάνες της Δημοκρατίας ή δωρεάν:
Νοείται ότι ο Διευθυντής μπορεί να συνεχίσει την παροχή δημόσιου βοηθήματος:
(i) για την κάλυψη προσωπικών αναγκών του αιτητή, οι οποίες δεν καλύπτονται από το νοσοκομείο ή το ίδρυμα στο οποίο διαμένει ή από άλλους κρατικούς πόρους· και
(ii) για την κάλυψη για περίοδο μέχρι τρεις μήνες δαπανών υδατοπρομήθειας, ηλεκτρισμού και ενοικίου κατοικίας, στην οποία ο αιτητής θα επιστρέψει μετά την έξοδό του από το νοσοκομείο ή το ίδρυμα·
(ε) αν το μέρος της κατοικίας του αιτητή ή το μέρος της κατοικίας οποιουδήποτε προσώπου που διαμένει στη Δημοκρατία και είναι υπόχρεο σύμφωνα με το νόμο να το συντηρεί, δεν είναι ελεύθερα προσιτό στο Διευθυντή, σε οποιοδήποτε εύλογο χρόνο, για τη διεξαγωγή έρευνας, η οποία δυνατό να θεωρηθεί αναγκαία για τους σκοπούς του Νόμου αυτού:
(στ) αν ο αιτητής, εκτός από την οικία στην οποία δυνατό να διαμένει, κατέχει κινητή ή ακίνητη περιουσία την οποία παραλείπει να αναπτύξει ή εκμεταλλευθεί με τρόπο ο οποίος θα μπορούσε να αυξήσει το εισόδημά του ή να βελτιώσει τους οικονομικούς του πόρους ή να τον καταστήσει αυτοσυντήρητο·
(ζ) αν η οικία στην οποία ο αιτητής διαμένει είναι τέτοιας αξίας, ώστε με τη χρησιμοποίηση ή αξιοποίησή της, στο μέτρο που αυτό είναι δυνατό, θα βελτιώνονταν οι οικονομικοί του πόροι ή θα καθίστατο αυτοσυντήρητος·
(η) αν ο αιτητής αρνείται να αναλάβει προσοδοφόρα εργασία, εκτός αν κρίνεται από το Διευθυντή απαραίτητη η παρουσία του στο σπίτι για σκοπούς φροντίδας των ανήλικων τέκνων του ή άλλων εξαρτώμενων μελών της οικογένειας·
(θ) αν ο αιτητής αρνηθεί να παράσχει πληροφορίες ή στοιχεία στο Διευθυντή σε σχέση με την οικονομική του κατάσταση ή σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο ζήτημα το οποίο θα επηρεάσει, κατά ουσιώδη τρόπο, οποιαδήποτε σχέδια ή οποιεσδήποτε αποφάσεις που θα ληφθούν από το Διευθυντή αναφορικά με την αποκατάστασή του ή το δικαίωμά του για δημόσιο βοήθημα.
(11) Ανεξαρτήτως των διατάξεων των εδαφίων (1) μέχρι (9) και της παραγράφου (γ) του εδαφίου (10) του άρθρου αυτού, δεν εκπίπτει του δικαιώματός του για δημόσιο βοήθημα:
(α) Ανάπηρος ή ασθενής ο οποίος απουσιάζει από τη Δημοκρατία, με βάση ιατρική βεβαίωση, για λόγους υγείας για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες,
(β) ανάπηρος ο οποίος φοιτά σε αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα στην Κύπρο ή στο εξωτερικό για σκοπούς απόκτησης εφοδίων που θα συμβάλουν στην απεξάρτησή του από το δημόσιο βοήθημα, νοουμένου ότι η χρονική διάρκεια της εκπαίδευσής του δεν υπερβαίνει το ένα έτος από την ελάχιστη απαιτούμενη περίοδο φοίτησης που το συγκεκριμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα καθορίζει για τη συμπλήρωση των σπουδών για απόκτηση του σχετικού καταληκτικού πιστοποιητικού ή διπλώματος ή τίτλου, πτυχιακού ή μεταπτυχιακού επιπέδου:
(γ) άτομο το οποίο κατά τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας του τελούσε υπό τη φροντίδα του Διευθυντή και φοιτά σε αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα στην Κύπρο ή στο εξωτερικό, για σκοπούς απόκτησης εφοδίων που θα συμβάλουν στην επαγγελματική του αποκατάσταση:
(12) Τηρουμένων των ανωτέρω διατάξεων του παρόντος άρθρου, σε περιπτώσεις όπου η αναπηρία προσώπου που υπέβαλε αίτηση για δημόσιο βοήθημα είναι προβλεπτής διάρκειας, ο Διευθυντής μπορεί να παρέχει τέτοιο βοήθημα ως αναπηρικό επίδομα, εάν κρίνει τούτο αναγκαίο.
(13) Εάν η αίτηση για δημόσιο βοήθημα που υποβάλλεται από πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι είναι ανάπηρος, απορριφθεί και στη συνέχεια ο αιτητής ζητήσει επανεξέταση της αίτησής του, ο Διευθυντής προβαίνει στην επανεξέταση, αφού ακούσει τις απόψεις της Συμβουλευτικής Πολυθεματικής Ομάδας, η οποία καθιδρύεται και λειτουργεί με βάση Κανονισμούς που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο:
(14) Εάν οποιοσδήποτε αιτητής που πληροί τις προϋποθέσεις παροχής σ΄ αυτόν δημόσιου βοηθήματος, κατέχει, εκτός από την οικία στην οποία διαμένει, άλλη ακίνητη ή κινητή περιουσία, της οποίας η αξιοποίηση κρίνεται από το Διευθυντή ως μη εφικτή, παρέχεται σ’ αυτόν το δημόσιο βοήθημα το οποίο θα ανακτάται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 27.
(15) Για σκοπούς εφαρμογής του ανωτέρου εδαφίου (14) και του άρθρου 27, ο Διευθυντής μπορεί, πριν από την απόφασή του για παροχή δημόσιου βοηθήματος στον αιτητή, να επιβάλει απαγόρευση επί ολόκληρης ή μέρους της ακίνητης περιουσίας του της οποίας η αξιοποίηση κρίνεται με βάση το εδάφιο (14) ως μη εφικτή. Η απαγόρευση επιβάλλεται ύστερα από συνεννόηση με το Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας του Υπουργείου Εσωτερικών.
(16) Για τους σκοπούς του εδαφίου (15), ο όρος “απαγόρευση” έχει την έννοια που του αποδίδεται από το εδάφιο (5)(β) του άρθρου 12 του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου.