5.-(1) Το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου υποβάλλεται οποιαδήποτε αίτηση σύμφωνα με το άρθρο 3, έχει εξουσία, τηρουμένων των διατάξεων του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, του περί Δικαστηρίων Νόμου, των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, καθώς και οποιωνδήποτε άλλων νόμων ή κανονισμών που τροποποιούν ή αντικαθιστούν αυτούς, να εκδώσει απαγορευτικό ή προστακτικό διάταγμα, περιλαμβανομένου και προσωρινού διατάγματος, με το οποίο να διατάσσει -
(α) την άμεση παύση και/ή τη μη επανάληψη της γενόμενης παράβασης, και/ή
(β) την εντός ορισμένης προθεσμίας λήψη τέτοιων διορθωτικών κατά την κρίση του Δικαστηρίου μέτρων προς άρση της παράνομης κατάστασης που δημιουργούσε η σχετική παράβαση, και/ή
(γ) τη δημοσίευση του συνόλου ή μέρους της σχετικής απόφασης του Δικαστηρίου ή τη δημοσίευση επανορθωτικής ανακοίνωσης με σκοπό την απάλειψη των τυχόν συνεχιζόμενων επιπτώσεων της παράβασης, και/ή
(δ) οποιαδήποτε άλλη ενέργεια ή μέτρο ήθελε κριθεί αναγκαίο ή εύλογο υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης.
(2) Το διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (1) δύναται –
(α) να αφορά όχι μόνο τη διενεργηθείσα παράβαση έναντι συγκεκριμένων καταναλωτών, αλλά και παρόμοιες μελλοντικές παραβάσεις έναντι των καταναλωτών γενικά, και/ή
(β) να αφορά ή απευθύνεται σε οποιοδήποτε συνεργό ή συμμετέχοντα στη συγκεκριμένη παράβαση και, σε περίπτωση παραβάτη που είναι νομικό πρόσωπο, δύναται να αφορά ή απευθύνεται και σε οποιοδήποτε διευθυντή ή/και διευθύνοντα σύμβουλο ή/και συνεργάτη ή/και σύμβουλο, ή/και γραμματέα, ο οποίος αποδεικνύεται ότι έλαβε μέρος, συμμετείχε, συνέδραμε, ή είχε με οποιοδήποτε τρόπο σχέση με τη γενόμενη παράβαση.
(3) Οι διατάξεις του περί Δικαστηρίων Νόμου, του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών που εφαρμόζονται σχετικά με αιτήσεις έκδοσης διαταγμάτων σε πολιτικές υποθέσεις, εφαρμόζονται κατ΄ αναλογίαν αναφορικά με τον τύπο, τη σύνταξη, την καταχώριση και την εκδίκαση της προβλεπόμενης στο άρθρο 3 αίτησης.