13.-(1) Η αρμόδια αρχή και η αρμόδια αρχή ασφάλειας λιμανιού μεριμνούν ώστε κάθε μέλος του προσωπικού, το οποίο διενεργεί επιθεωρήσεις για την ασφάλεια ή χειρίζεται εμπιστευτικού χαρακτήρα πληροφορίες στα πλαίσια εφαρμογής του παρόντος Νόμου, να είναι κατάλληλου επιπέδου από άποψη ασφάλειας. Για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου η φράση «κατάλληλου επιπέδου από απόψεως ασφάλειας» περιλαμβάνει τις παραμέτρους της εχεμύθειας, της αξιοπιστίας, των γνώσεων ή ικανοτήτων για να εκτελεί το μέλος του προσωπικού τα συγκεκριμένα καθήκοντα που θα του ανατεθούν.
(2) Κάθε πρόσωπο το οποίο λαμβάνει οποιαδήποτε πληροφορία κατά την εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων του δυνάμει του παρόντος Νόμου υποχρεούται να μην την αποκαλύπτει, εκτός -
(α) με την έγγραφη συγκατάθεση του προσώπου ή της αρχής από το οποίο ή την οποία λήφθηκε η πληροφορία, ή
(β) για σκοπούς εφαρμογής του παρόντος Νόμου ή του διεθνούς δικαίου ή του κοινοτικού δικαίου, ή
(γ) για άλλο υπηρεσιακό σκοπό.
(3) Πρόσωπο το οποίο παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με το εδάφιο (2) διαπράττει ποινικό αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.
(4) Χωρίς επηρεασμό του εδαφίου (3), παράβαση ή παράλειψη συμμόρφωσης με το εδάφιο (2) θεωρείται ως παράβαση υποχρέωσης ή καθήκοντος δημοσίου υπαλλήλου, για σκοπούς εφαρμογής-
(α) του Μέρους VII – ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ του περί Δημόσιας Υπηρεσία Νόμου· και
(β) του Μέρους VI – ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ των περί Αρχής Λιμένων Κύπρου (΄Οροι Υπηρεσίας Υπαλλήλων) Κανονισμών.
(5) Χωρίς επηρεασμό του εδαφίου (3), παράβαση ή παράλειψη συμμόρφωσης με το εδάφιο (2) από πρόσωπο το οποίο εργοδοτείται ή υπηρετεί στις Δυνάμεις Ασφάλειας της Δημοκρατίας ή στις ΄Ενοπλες Δυνάμεις της Δημοκρατίας θεωρείται ως πειθαρχικό παράπτωμα, δυνάμει της ειδικότερης νομοθεσίας που διέπει το καθεστώς της εργοδοσίας ή υπηρεσίας του εν λόγω προσώπου.