2.-(1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια -
«αρμόδιες αρχές» σημαίνει τις εθνικές αρχές κρατών μελών ή τρίτων χωρών που είναι εξουσιοδοτημένες βάσει νόμου ή κανονιστικών διατάξεων να ελέγχουν τις ΕΠΕΥ ή τα πιστωτικά ιδρύματα·
«αρμόδιο πρόσωπο», αναφορικά με ΕΠΕΥ, σημαίνει οποιοδήποτε από τα ακόλουθα πρόσωπα:
(α) Διοικητικό σύμβουλο, συνεταίρο ή ισοδύναμο πρόσωπο, διευθυντικό στέλεχος ή συνδεδεμένο αντιπρόσωπο της ΕΠΕΥ·
(β) διοικητικό σύμβουλο, συνεταίρο ή ισοδύναμο πρόσωπο, ή διευθυντικό στέλεχος τυχόν συνδεδεμένου αντιπροσώπου της ΕΠΕΥ·
(γ) υπάλληλο της ΕΠΕΥ ή ενός συνδεδεμένου αντιπροσώπου της ΕΠΕΥ, καθώς και οποιοδήποτε άλλο φυσικό πρόσωπο οι υπηρεσίες του οποίου τίθενται στη διάθεση και υπό τον έλεγχο της ΕΠΕΥ ή του συνδεδεμένου της αντιπροσώπου που συμμετέχει στην παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή/και στην άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων από την ΕΠΕΥ·
(δ) φυσικό πρόσωπο που συμμετέχει άμεσα στην παροχή υπηρεσιών στην ΕΠΕΥ ή στο συνδεδεμένο αντιπρόσωπο της ΕΠΕΥ, στο πλαίσιο συμφωνίας εξωτερικής ανάθεσης για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή/και άσκησης επενδυτικών δραστηριοτήτων εκ μέρους της ΕΠΕΥ·
«αρχικό κεφάλαιο» σημαίνει, αναφορικά με ΚΕΠΕΥ και διαχειριστή αγοράς, σε περίπτωση που ο τελευταίος είναι εταιρεία -
(α) Το εκδοθέν και καταβληθέν κεφάλαιο στο οποίο προστίθεται η διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιον, εξαιρουμένων των σωρευτικών προνομιούχων μετοχών·
(β) τα αποθεματικά εξαιρουμένων των αποθεματικών αναπροσαρμογής, και
(γ) τα αποτελέσματα του προηγούμενου έτους που μεταφέρονται μέσω της διάθεσης του τελικού αποτελέσματος, καθώς και τα προσωρινά κέρδη τρέχουσας χρήσεως (interim profits) νοουμένου ότι τα κέρδη αυτά έχουν ελεγχθεί από εγκεκριμένους ελεγκτές και η Επιτροπή έχει λάβει ικανοποιητικές αποδείξεις ότι το ύψος τους έχει εκτιμηθεί σύμφωνα με τις αρχές που καθορίζονται στην Κανονιστική Απόφαση της Επιτροπής της Υπηρεσίας Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών όσον αφορά την κατάρτιση και διάθεση στο κοινό των ετήσιων και ενοποιημένων λογαριασμών των συνεργατικών πιστωτικών ιδρυμάτων και είναι καθαρά από κάθε προβλέψιμη επιβάρυνση και πρόβλεψη για μερίσματα·
«ασφαλιστική επιχείρηση» σημαίνει ασφαλιστική επιχείρηση όπως ορίζεται στο άρθρο 2 του περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμου ή επιχείρηση που ασκεί εργασίες αντασφάλισης ή αντεκχώρησης, ή επιχείρηση, η οποία έχει ως αντικείμενο την άσκηση ασφαλιστικών, αντασφαλιστικών ή αντεκχωριστικών εργασιών και έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος·
«Γνωστοποίηση 220/2003» σημαίνει τη Γνωστοποίηση του Υπουργού με αριθμό δημοσίευσης Κ.Δ.Π. 220/2003, ως έχει τροποποιηθεί από τις γνωστοποιήσεις με αριθμό δημοσίευσης Κ.Δ.Π. 642/2003, 744Α/2003, 79/2004, 729/2004, 203/2005, 222/2006, 306/2006 και 133/2007 και ως περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, σχετικά με τον καθορισμό των προσόντων και τη διαδικασία πιστοποιήσεως των στελεχών και υπαλλήλων ΕΠΕΥ που εδρεύουν στη Δημοκρατία·
«διαχείριση χαρτοφυλακίου» σημαίνει τη διαχείριση, με εντολή του πελάτη και υπό καθεστώς διακριτικής ευχέρειας για κάθε πελάτη, χαρτοφυλακίων που περιλαμβάνουν ένα ή περισσότερα χρηματοοικονομικά μέσα∙
«διαχειριστής αγοράς» ή «διαχειριστής» σημαίνει νομικό πρόσωπο το οποίο διευθύνει ή/και εκμεταλλεύεται τις δραστηριότητες μιας ρυθμιζόμενης αγοράς, και περιλαμβάνει την ίδια την ρυθμιζόμενη αγορά∙
«διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό» σημαίνει τη διαπραγμάτευση βάσει ιδίων κεφαλαίων, η οποία οδηγεί στην ολοκλήρωση συναλλαγών σε ένα ή περισσότερα χρηματοοικονομικά μέσα· οι όροι «συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό» ή «συναλλάσσομαι για ίδιο λογαριασμό» έχουν ανάλογη ερμηνεία·
"ειδική συμμετοχή" σημαίνει την άμεση ή έμμεση συμμετοχή σε ΕΠΕΥ, η οποία αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το δέκα τοις εκατόν (10%) του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου μιας ΕΠΕΥ, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 28, 29 και 30 του περί των Προϋποθέσεων Διαφάνειας (Κινητές Αξίες προς Διαπραγμάτευση σε Ρυθμιζόμενη Αγορά) Νόμου, λαμβανομένων υπόψη των όρων για την άθροισή τους που προβλέπονται στα άρθρα 34 και 35 του εν λόγω Νόμου, ή που επιτρέπει την άσκηση σημαντικής επιρροής στη διοίκηση της ΕΠΕΥ στην οποία υφίσταται η εν λόγω συμμετοχή·
«ειδικός διαπραγματευτής» (market maker) σημαίνει πρόσωπο το οποίο δραστηριοποιείται στις χρηματοοικονομικές αγορές σε συνεχή βάση και αναλαμβάνει να συναλλάσσεται για ίδιο λογαριασμό αγοράζοντας και πουλώντας χρηματοοικονομικά μέσα έναντι ιδίων κεφαλαίων σε τιμές που έχει καθορίσει ο ίδιος∙
«εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών» σημαίνει τη διαμεσολάβηση στη σύναψη συμφωνιών αγοράς ή πώλησης ενός ή περισσοτέρων χρηματοοικονομικών μέσων για λογαριασμό πελατών∙
«ελεγκτής» σημαίνει πρόσωπο το οποίο κατέχει τα δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου αναγκαία προσόντα για διορισμό του ως ελεγκτή εταιρείας·
«έλεγχος» έχει την έννοια που αποδίδουν στον όρο αυτό το άρθρο 148 του περί Εταιρειών Νόμου ή/και το Άρθρο 1 της Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ·
«εξωτερική ανάθεση» σημαίνει τη συμφωνία οποιασδήποτε μορφής μεταξύ μιας ΕΠΕΥ και ενός παροχέα υπηρεσιών, με την οποία ο παροχέας υπηρεσιών εκτελεί διαδικασία, παρέχει υπηρεσία ή ασκεί δραστηριότητα που θα είχε διαφορετικά παρασχεθεί ή ασκηθεί από την ίδια την ΕΠΕΥ∙
«επαγγελματίας πελάτης» σημαίνει τον πελάτη που πληροί τα κριτήρια και τηρεί τις διαδικασίες που καθορίζονται στο Δεύτερο Παράρτημα∙
«επενδυτικές υπηρεσίες» και «επενδυτικές δραστηριότητες» σημαίνουν οποιεσδήποτε από τις υπηρεσίες και δραστηριότητες, αντίστοιχα, που καθορίζονται στο Μέρος Ι του Τρίτου Παραρτήματος, οι οποίες αφορούν οποιοδήποτε από τα χρηματοοικονομικά μέσα που απαριθμούνται στο Μέρος ΙΙΙ του Τρίτου Παραρτήματος·
«επενδυτική συμβουλή» σημαίνει την παροχή προσωπικών συστάσεων σε πελάτη, είτε κατόπιν αίτησής του είτε με πρωτοβουλία της ΕΠΕΥ, σχετικά με μία ή περισσότερες συναλλαγές που αφορούν χρηματοοικονομικά μέσα∙ για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού, προσωπική σύσταση σημαίνει σύσταση που -
(α) Δίνεται σε ένα πρόσωπο υπό την ιδιότητα του ως υφιστάμενου ή πιθανού πελάτη, ή υπό την ιδιότητα του ως αντιπροσώπου υφιστάμενου ή πιθανού πελάτη,
(β) παρουσιάζεται ως κατάλληλη για τον πελάτη ή βασίζεται στις ιδιαιτερότητες του πελάτη και συμβουλεύει τον πελάτη για τη διενέργεια ενός από τα ακόλουθα σύνολα ενεργειών:
(i) αγορά, πώληση, εγγραφή, ανταλλαγή, εξαγορά, διακράτηση ή αναδοχή συγκεκριμένου χρηματοοικονομικού μέσου,
(ii) άσκηση ή μη άσκηση οποιουδήποτε δικαιώματος που παρέχει συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό μέσο για την αγορά, πώληση, εγγραφή, ανταλλαγή, ή εξαγορά χρηματοοικονομικού μέσου, αλλά δεν περιλαμβάνει σύσταση που εκδίδεται αποκλειστικά μέσω καναλιού επικοινωνίας ή απευθύνεται στο κοινό·
«Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς που συστάθηκε και λειτουργεί δια του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου·
«Επιτροπή Υπηρεσίας Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών» σημαίνει τη δια του άρθρου 5 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου καθιδρυόμενη Επιτροπή της Υπηρεσίας Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών·
«Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών» ή «ΕΠΕΥ» σημαίνει πρόσωπο το οποίο λειτουργεί βάσει άδειας λειτουργίας που του χορηγεί η αρμόδια προς τούτο αρχή και παρέχει μία ή περισσότερες επενδυτικές υπηρεσίες σε τρίτους ή/και ασκεί μια ή περισσότερες επενδυτικές δραστηριότητες σε επαγγελματική βάση, και περιλαμβάνει ΚΕΠΕΥ αλλά όχι πιστωτικό ίδρυμα∙
«Εποπτική Αρχή» -
(α) Σε σχέση με ΕΠΕΥ, σημαίνει την Επιτροπή,
(β) σε σχέση με τράπεζα, σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα, και
(γ) σε σχέση με συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα, σημαίνει την ΥΕΑΣΕ·
«εταιρεία» σημαίνει εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με μετοχές η οποία έχει συσταθεί κατά τις διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου ή εταιρεία που έχει συσταθεί σε άλλο κράτος μέλος κατά το δίκαιο που ισχύει στον τόπο σύστασής της ή εταιρεία που έχει συσταθεί κατά τις διατάξεις του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου·
«Εταιρεία Διαχείρισης ΟΣΕΚΑ» σημαίνει Εταιρεία Διαχείρισης όπως ορίζεται στο άρθρο 41 του περί των Ανοιχτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες (ΟΣΕΚΑ) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμου ή Εταιρεία Διαχείρισης Οργανισμού Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες (ΟΣΕΚΑ) η οποία λειτουργεί σύμφωνα με αντίστοιχη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους∙
«εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών» (mixed financial holding company) σημαίνει μητρική επιχείρηση, που δεν είναι ρυθμιζόμενη οντότητα, η οποία μαζί με τις θυγατρικές της επιχειρήσεις, από τις οποίες μία τουλάχιστον είναι ρυθμιζόμενη οντότητα με έδρα την Ευρωπαϊκή Ένωση, και με άλλες οντότητες, συνιστά χρηματοπιστωτικό όμιλο ετερογενών δραστηριοτήτων·
«Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών» ή «ΕΑΚΑΑ» σημαίνει την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), που ιδρύθηκε με βάση τον Κανονισμό 1095/2010∙
«Ευρωπαϊκή Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων·
«Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου» ή «ΕΣΣΚ» σημαίνει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου που ιδρύθηκε με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 σχετικά με τη μακροληπτική εποπτεία του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου, ως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«Έφορος ΥΕΑΣΕ» σημαίνει τον δυνάμει του άρθρου 4 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου διοριζόμενο Έφορο της Υπηρεσίας Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών·
«θυγατρική επιχείρηση» έχει την έννοια που αποδίδουν στην θυγατρική εταιρεία τα άρθρα 2 και 148 του περί Εταιρειών Νόμου, καθώς και την έννοια που αποδίδουν στον όρο «θυγατρική επιχείρηση» τα Άρθρα 1 και 2 της Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ, και περιλαμβάνει κάθε θυγατρική μιας θυγατρικής επιχείρησης της μητρικής επιχείρησης που είναι επικεφαλής των επιχειρήσεων αυτών·
«ιδιώτης πελάτης» σημαίνει τον κάθε πελάτη που δεν είναι επαγγελματίας πελάτης∙
«κανάλι επικοινωνίας» (distribution channel) έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί των Πράξεων Προσώπων που Κατέχουν Εμπιστευτικές Πληροφορίες και των Πράξεων Χειραγώγησης της Αγοράς (Κατάχρησης Αγοράς) Νόμου·
«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1287/2006» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Κανονισμός (ΕΚ) αριθ.1287/2006 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 10ης Αυγούστου 2006, για την εφαρμογή της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις υποχρεώσεις τήρησης αρχείων για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, τη γνωστοποίηση συναλλαγών, τη διαφάνεια της αγοράς, την εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων προς διαπραγμάτευση, καθώς και τους ορισμούς που ισχύουν για τους σκοπούς της οδηγίας αυτής», ως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο “Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ”, όπως αυτός τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2011/61/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 8ης Ιουνίου 2011 και ως περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
«Κεντρική Τράπεζα» σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου η οποία έχει ιδρυθεί δια του άρθρου 3 του περί της Κεντρικής Τραπέζης της Κύπρου Νόμου, κατ’ επιταγή των Άρθρων 118 έως 121 του Συντάγματος, και η οποία λειτουργεί δυνάμει του περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου·
«κινητές αξίες» σημαίνει τις κατηγορίες αξιών που τυγχάνουν διαπραγμάτευσης στην κεφαλαιαγορά, εξαιρουμένων των μέσων πληρωμής, και ιδίως-
(α) Μετοχές και άλλοι τίτλοι ισοδύναμοι με μετοχές εταιρειών, συνεταιρισμών και άλλων νομικών προσώπων, καθώς και αποθετήρια έγγραφα μετοχών,
(β) ομόλογα ή άλλες μορφές τιτλοποιημένου χρέους καθώς και αποθετήρια έγγραφα τέτοιων αξιών,
(γ) κάθε άλλη αξία που παρέχει δικαίωμα αγοράς ή πώλησης παρόμοιων μεταβιβάσιμων αξιών ή που τυγχάνει δικαιώματος εκκαθάρισης τοις μετρητοίς προσδιοριζόμενου κατ' αναφορά προς αξίες, νομίσματα, επιτόκια ή αποδόσεις, εμπορεύματα ή άλλους δείκτες ή μεγέθη·
«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλο κράτος που είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, η οποία υπογράφηκε στο Οπόρτο την 2α Μαΐου 1992, και προσαρμόστηκε από το Πρωτόκολλο το οποίο υπογράφηκε στις Βρυξέλλες την 17η Μαΐου 1993, ως η Συμφωνία αυτή περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται·
«κράτος μέλος καταγωγής» σημαίνει-
(α) αναφορικά με ΕΠΕΥ-
(i) εάν η ΕΠΕΥ είναι φυσικό πρόσωπο, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά της γραφεία,
(ii) εάν η ΕΠΕΥ είναι νομικό πρόσωπο, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική της έδρα,
(iii) εάν, σύμφωνα με την νομοθεσία βάσει της οποίας ιδρύθηκε, η ΕΠΕΥ δεν έχει καταστατική έδρα, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά της γραφεία, και
(β) αναφορικά με τη ρυθμιζόμενη αγορά, το κράτος μέλος στο οποίο είναι καταχωρημένη η ρυθμιζόμενη αγορά ή, εάν βάσει της νομοθεσίας του εν λόγω κράτους μέλους, αυτή δεν έχει καταστατική έδρα, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά γραφεία της ρυθμιζόμενης αγοράς·
«κράτος μέλος υποδοχής» σημαίνει το κράτος μέλος, άλλο από το κράτος μέλος καταγωγής, στο οποίο μια ΕΠΕΥ έχει υποκατάστημα ή παρέχει υπηρεσίες ή/και ασκεί δραστηριότητες, ή το κράτος μέλος στο οποίο ρυθμιζόμενη αγορά παρέχει τους κατάλληλους μηχανισμούς για να διευκολύνει την πρόσβαση μελών εξ’ αποστάσεως ή συμμετεχόντων εγκατεστημένων στο εν λόγω κράτος μέλος, στις διενεργούμενες στο σύστημά της συναλλαγές∙
«Κυπριακή Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών» ή «ΚΕΠΕΥ» σημαίνει την εταιρεία η οποία έχει συσταθεί στη Δημοκρατία και κατέχει άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή δυνάμει του παρόντος Νόμου για να παρέχει μία ή περισσότερες επενδυτικές υπηρεσίες σε τρίτους ή/και να ασκεί μία ή περισσότερες επενδυτικές δραστηριότητες∙
«μέσα χρηματαγοράς» σημαίνει τις κατηγορίες μέσων που αποτελούν αντικείμενα συνήθους διαπραγμάτευσης στη χρηματαγορά, όπως έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου, τίτλοι παρακαταθήκης (certificates of deposit) και εμπορικά γραμμάτια, εξαιρουμένων των μέσων πληρωμής·
«μέτοχος» σημαίνει πρόσωπο που διαθέτει συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο της ΕΠΕΥ ή πρόσωπο που κατέχει δικαιώματα ψήφου της ΕΠΕΥ χωρίς κατ’ ανάγκη να κατέχει συμμετοχή στο μετοχικό της κεφάλαιο·
«μητρική επιχείρηση» έχει την έννοια που αποδίδουν στην μητρική εταιρεία τα άρθρα 2 και 148 του περί Εταιρειών Νόμου, καθώς και την έννοια που αποδίδουν στον όρο «μητρική επιχείρηση» τα Άρθρα 1 και 2 της Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ·
«Οδηγία 83/349/ΕΟΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Έβδομη Οδηγία 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 1983 βασιζόμενη στο άρθρο 54 παράγραφος 3 περίπτωση ζ) της συνθήκης για τους ενοποιημένους λογαριασμούς», ως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2006/99/ΕΚ και ως περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«Οδηγία 2004/39/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Απριλίου 2004 για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου», ως τροποποιήθηκε από την Οδηγία 2006/31/ΕΚ και ως περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«Οδηγία 2004/109/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Οδηγία 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 2004 για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/ΕΚ», ως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«οδηγίες» σημαίνει τις οδηγίες κανονιστικού περιεχομένου της Επιτροπής ή της Κεντρικής Τράπεζας ή της ΥΕΑΣΕ, ως Εποπτικών Αρχών, οι οποίες εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση του παρόντος Νόμου και δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας∙
«όμιλος» σημαίνει τον όμιλο του οποίου η ΕΠΕΥ είναι μέρος και ο οποίος αποτελείται από -
(α) Τη μητρική επιχείρηση∙
(β) τις θυγατρικές της·
(γ) τις οντότητες στις οποίες η μητρική επιχείρηση ή οι θυγατρικές της κατέχουν συμμετοχή, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο (α) του ορισμού του όρου «στενοί δεσμοί»∙
(δ)(i) την επιχείρηση ή τις επιχειρήσεις που, χωρίς να συνδέονται με τη μητρική επιχείρηση με τις σχέσεις που αναφέρονται στις παραγράφους (β) και (γ), έχουν τεθεί με τη μητρική επιχείρηση υπό ενιαία διεύθυνση κατόπιν συμβάσεως που έχει συναφθεί με τη μητρική επιχείρηση ή σύμφωνα με τους όρους των καταστατικών τους· ή
(ii) την επιχείρηση ή τις επιχειρήσεις που, χωρίς να συνδέονται με τη μητρική επιχείρηση με τις σχέσεις που αναφέρονται στις παραγράφους (β) και (γ), τα διοικητικά, διαχειριστικά ή εποπτικά τους όργανα αποτελούνται κατά πλειοψηφία από τα ίδια τα πρόσωπα, τα οποία ασκούν καθήκοντα κατά τη διάρκεια της χρήσης και μέχρι την κατάρτιση των ενοποιημένων λογαριασμών·
«Οργανισμός Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες» ή «ΟΣΕΚΑ» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί του Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες (ΟΣΕΚΑ) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμου∙
«οριακή εντολή» (limit order) σημαίνει την εντολή αγοράς ή πώλησης χρηματοοικονομικού μέσου σε συγκεκριμένη οριακή ή καλύτερη τιμή και για συγκεκριμένο μέγεθος∙
«παρεπόμενες υπηρεσίες» σημαίνει οποιεσδήποτε από τις υπηρεσίες οι οποίες καθορίζονται στο Μέρος ΙΙ του Τρίτου Παραρτήματος·
«πελάτης» σημαίνει κάθε πρόσωπο στο οποίο μια ΕΠΕΥ παρέχει επενδυτικές ή/και παρεπόμενες υπηρεσίες∙
«πιστωτικό ίδρυμα» σημαίνει τράπεζα και συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα∙
«πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης» ή «ΠΜΔ» σημαίνει το πολυμερές σύστημα που το εκμεταλλεύεται ΕΠΕΥ ή διαχειριστής αγοράς, εντός του οποίου συναντώνται πλείονα συμφέροντα τρίτων για την αγορά και την πώληση χρηματοοικονομικών μέσων - εντός του συστήματος και σύμφωνα με κανόνες που δεν παρέχουν διακριτική ευχέρεια - κατά τρόπο καταλήγοντα στη σύναψη σύμβασης σύμφωνα με τις διατάξεις των Μερών ΙΙΙ και V∙
«προσωπική συναλλαγή» σημαίνει μια συναλλαγή σε χρηματοοικονομικό μέσο που πραγματοποιείται από ή για λογαριασμό αρμοδίου προσώπου, εφόσον πληρούται τουλάχιστον ένα από τα ακόλουθα κριτήρια:
(α) Το αρμόδιο πρόσωπο ενεργεί εκτός του πεδίου των δραστηριοτήτων τις οποίες ασκεί υπό την ιδιότητα αυτή,
(β) η συναλλαγή πραγματοποιείται για λογαριασμό ενός από τα ακόλουθα πρόσωπα:
(i) του αρμόδιου προσώπου,
(ii) οποιουδήποτε προσώπου με το οποίο το αρμόδιο πρόσωπο έχει οικογενειακή σχέση ή στενούς δεσμούς, ή
(iii) ενός προσώπου του οποίου η σχέση με το αρμόδιο πρόσωπο είναι τέτοια ώστε το αρμόδιο πρόσωπο έχει άμεσο ή έμμεσο ουσιώδες συμφέρον στο αποτέλεσμα της συναλλαγής, άλλο από την αμοιβή ή την προμήθεια για την εκτέλεση της συναλλαγής·
«πρόσωπο με το οποίο το αρμόδιο πρόσωπο έχει οικογενειακή σχέση» σημαίνει οποιοδήποτε από τα ακόλουθα πρόσωπα:
(α) Σύζυγο του αρμόδιου προσώπου ή πρόσωπο το οποίo συμβιώνει για ένα τουλάχιστον έτος με το αρμόδιο πρόσωπο·
(β) εξαρτώμενο τέκνο ή θετό τέκνο του αρμόδιου προσώπου·
(γ) άλλος συγγενής του αρμόδιου προσώπου, ο οποίος κατά την ημερομηνία της σχετικής προσωπικής συναλλαγής ήταν μέλος του νοικοκυριού του προσώπου αυτού για τουλάχιστον ένα έτος·
«πρόσωπα που πραγματικά διευθύνουν» σημαίνει τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ΕΠΕΥ και τα ανώτερα διευθυντικά της στελέχη·
«ρυθμιζόμενη αγορά» ή «οργανωμένη αγορά» σημαίνει το πολυμερές σύστημα που το διευθύνει ή το εκμεταλλεύεται διαχειριστής αγοράς και το οποίο επιτρέπει ή διευκολύνει την προσέγγιση πλείονων συμφερόντων τρίτων για την αγορά ή/και την πώληση χρηματοοικονομικών μέσων - εντός του συστήματος και σύμφωνα με τους κανόνες του που δεν παρέχουν διακριτική ευχέρεια - κατά τρόπο καταλήγοντα στη σύναψη σύμβασης σχετικής με χρηματοοικονομικά μέσα εισηγμένα προς διαπραγμάτευση βάσει των κανόνων ή/και των συστημάτων του, και το οποίο έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε κράτος μέλος και λειτουργεί κανονικά σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους Χ του παρόντος Νόμου ή αντίστοιχων νομοθεσιών άλλων κρατών μελών οι οποίες θεσπίζονται για σκοπούς συμμόρφωσης με την Οδηγία 2004/39/ΕΚ∙
«ρυθμιζόμενη οντότητα» σημαίνει ΕΠΕΥ ή πιστωτικό ίδρυμα ή ασφαλιστική επιχείρηση·
«στενοί δεσμοί» σημαίνει κατάσταση κατά την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα συνδέονται με-
(α) Σχέση συμμετοχής, δηλαδή κατοχή, άμεσα ή μέσω ελέγχου, τουλάχιστον του είκοσι της εκατόν (20%) των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου μιας επιχείρησης·
(β) σχέση ελέγχου, δηλαδή σχέση μεταξύ μητρικής και θυγατρικής επιχείρησης, σε όλες τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 148 του περί Εταιρειών Νόμου και στο Άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, της Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ, ή παρόμοια σχέση μεταξύ οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου και μιας επιχείρησης· κάθε θυγατρική της θυγατρικής επιχείρησης θεωρείται επίσης θυγατρική της μητρικής επιχείρησης που είναι επικεφαλής των επιχειρήσεων αυτών· κατάσταση στην οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται μόνιμα με ένα και το αυτό πρόσωπο με σχέση ελέγχου θεωρείται επίσης ότι συνιστά στενό δεσμό μεταξύ αυτών των προσώπων·
«συνδεδεμένος αντιπρόσωπος» σημαίνει πρόσωπο εγκατεστημένο σε κράτος μέλος το οποίο, ενεργώντας υπό την πλήρη και άνευ όρων ευθύνη μιας και μόνης ΕΠΕΥ κράτους μέλους, για λογαριασμό της οποίας ενεργεί, προωθεί επενδυτικές ή/και παρεπόμενες υπηρεσίες, προσελκύει πελάτες ή πιθανούς πελάτες, λαμβάνει και διαβιβάζει εντολές πελατών σχετικά με επενδυτικές υπηρεσίες ή χρηματοοικονομικά μέσα, διαθέτει χρηματοοικονομικά μέσα ή/και παρέχει συμβουλές σε πελάτες ή δυνητικούς πελάτες σχετικά με τα εν λόγω χρηματοοικονομικά μέσα ή υπηρεσίες·
«συνεργατική νομοθεσία» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου·
«συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου ή συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί σύμφωνα με αντίστοιχες νομοθεσίες άλλων κρατών μελών·
«συστηματικός εσωτερικοποιητής» (systematic internaliser) σημαίνει την ΕΠΕΥ η οποία συναλλάσσεται κατά τρόπο οργανωμένο, συχνά και συστηματικά για ίδιο λογαριασμό εκτελώντας εντολές πελατών εκτός ρυθμιζόμενης αγοράς ή ΠΜΔ·
«Ταμείο Αποζημίωσης Επενδυτών» ή «ΤΑΕ» σημαίνει το ΤΑΕ Πελατών ΕΠΕΥ, το ΤΑΕ Πελατών Τραπεζών και το ΤΑΕ Πελατών ΣΠΙ, ως καθορίζονται στο Μέρος VΙI·
«τράπεζα» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου·
«τραπεζική νομοθεσία» σημαίνει τον περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμο και τους κανονισμούς και οδηγίες που εκάστοτε εκδίδονται δυνάμει των νόμων αυτών, και περιλαμβάνει τις αντίστοιχες νομοθεσίες άλλων κρατών μελών·
«τρίτη χώρα» σημαίνει χώρα που δεν είναι κράτος μέλος·
«Υπηρεσία Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών» ή «ΥΕΑΣΕ» σημαίνει την Επιτροπή ΥΕΑΣΕ, όσον αφορά αρμοδιότητες έκδοσης οδηγιών δυνάμει του παρόντος Νόμου και τον Έφορο ΥΕΑΣΕ, όσον αφορά οποιαδήποτε άλλη αρμοδιότητα δυνάμει του παρόντος Νόμου·
«υποκατάστημα» σημαίνει τον τόπο επιχειρηματικής δραστηριότητας πλην της έδρας, ο οποίος αποτελεί τμήμα ΕΠΕΥ, στερείται νομικής προσωπικότητας και παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή/και ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες, ενδεχομένως δε και παρεπόμενες υπηρεσίες για τις οποίες η ΕΠΕΥ έχει λάβει άδεια λειτουργίας· όλοι οι τόποι επιχειρηματικής δραστηριότητας που συγκροτούνται στο ίδιο κράτος μέλος από ΕΠΕΥ με έδρα σε άλλο κράτος μέλος θεωρούνται ως ένα και μόνο υποκατάστημα·
«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Οικονομικών·
«Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου» ή «ΧΑΚ» σημαίνει το Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου που έχει συσταθεί δια του άρθρου 3 του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμο·
«χρηματοοικονομικά μέσα» σημαίνει οποιαδήποτε από τα μέσα τα οποία καθορίζονται στο Μέρος ΙΙΙ του Τρίτου Παραρτήματος∙
«χρηματοπιστωτικός όμιλος ετερογενών δραστηριοτήτων» σημαίνει τον όμιλο που πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις, τηρουμένων των κατώτατων ορίων που καθορίζονται με οδηγίες της Επιτροπής:
(α) Επικεφαλής του ομίλου είναι ρυθμιζόμενη οντότητα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στη Δημοκρατία ή σε άλλο κράτος μέλος ή τουλάχιστον μια από τις θυγατρικές του ομίλου αποτελεί ρυθμιζόμενη οντότητα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στη Δημοκρατία ή σε άλλο κράτος μέλος,
(β) στην περίπτωση που επικεφαλής του ομίλου είναι ρυθμιζόμενη οντότητα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στη Δημοκρατία ή σε άλλο κράτος μέλος, ή πρόκειται για μητρική επιχείρηση επιχείρησης του χρηματοπιστωτικού τομέα, ή για επιχείρηση που κατέχει συμμετοχή σε επιχείρηση του χρηματοπιστωτικού τομέα, ή για επιχείρηση που, χωρίς να συνδέεται με επιχείρηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με σχέση κατά την έννοια του άρθρου 148 του περί Εταιρειών Νόμου, έχει τεθεί με την επιχείρηση αυτή υπό ενιαία διεύθυνση κατόπιν μεταξύ τους σύμβασης ή σύμφωνα με όρους των καταστατικών τους ή τα διοικητικά, διαχειριστικά ή εποπτικά τους όργανα αποτελούνται κατά πλειοψηφία από τα ίδια πρόσωπα κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους και μέχρι την κατάρτιση των ενοποιημένων λογαριασμών,
(γ) στην περίπτωση που δεν είναι επικεφαλής του ομίλου ρυθμιζόμενη οντότητα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στη Δημοκρατία ή σε κράτος μέλος, οι δραστηριότητες του ομίλου ασκούνται κυρίως στο χρηματοπιστωτικό τομέα κατά τα οριζόμενα με οδηγίες της Επιτροπής,
(δ) μία τουλάχιστον από τις επιχειρήσεις του ομίλου υπάγεται στον ασφαλιστικό τομέα και μία τουλάχιστον στον τραπεζικό τομέα ή στον τομέα παροχής επενδυτικών υπηρεσιών,
(ε) τόσο οι ενοποιημένες ή/και οι αθροιστικές δραστηριότητες των επιχειρήσεων του ομίλου στον ασφαλιστικό τομέα όσο και οι ενοποιημένες ή/και οι αθροιστικές δραστηριότητες των οντοτήτων του ομίλου στον τραπεζικό τομέα και στον τομέα παροχής επενδυτικών υπηρεσιών είναι ουσιώδεις κατά την έννοια οδηγίας της Επιτροπής αναφορικά με τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων· οποιοσδήποτε υποόμιλος ομίλου πληροί τα κριτήρια του παρόντος ορισμού θεωρείται χρηματοπιστωτικός όμιλος ετερογενών δραστηριοτήτων·
«χρηματοπιστωτικός τομέας» σημαίνει τομέα που αποτελείται από μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες επιχειρήσεις:
(α) Τράπεζα, ή συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα, ή εταιρεία που διεξάγει εργασίες που είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τραπεζικές εργασίες κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3) του άρθρου 13 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου, ή επιχείρηση της οποίας η κύρια δραστηριότητα συνίσταται στην κατοχή ή διαχείριση ακινήτων, ή σε κάθε άλλη δραστηριότητα βοηθητικού χαρακτήρα σε σχέση με την κύρια δραστηριότητα μίας ή περισσοτέρων τραπεζών·
(β) ασφαλιστική επιχείρηση·
(γ) αντασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, όπως αυτές οι επιχειρήσεις ορίζονται από το άρθρο 2 του περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμου·
(δ) ΕΠΕΥ·
(ε) εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.
(2) Ποσά τα οποία στο παρόντα Νόμο αναφέρονται σε ευρώ λογίζονται μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2007 ως αναφορές σε λίρες, στην εκάστοτε ισχύουσα ισοτιμία.