94.-(1) Η Επιτροπή δύναται να ανακαλέσει εν όλω ή εν μέρει την άδεια λειτουργίας που χορήγησε σε ρυθμιζόμενη αγορά, σε περίπτωση κατά την οποία-
(α) Διαπιστωθεί ότι η ρυθμιζόμενη αγορά εξασφάλισε τη χορήγηση άδειας λειτουργίας βάσει ψευδών ή παραπλανητικών στοιχείων ή με οποιοδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο, ή υπέβαλε ή γνωστοποίησε ή άλλως πως δημοσιοποίησε με οποιοδήποτε τρόπο, ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες, στοιχεία ή έντυπα·
(β) η ρυθμιζόμενη αγορά δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις χορήγησης άδειας λειτουργίας ως αυτές καθορίζονται στο παρόν Μέρος και στις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες οδηγίες·
(γ) η ρυθμιζόμενη αγορά έχει υποπέσει σε σοβαρή ή/και επανειλημμένη παράβαση των διατάξεων του παρόντος Μέρους ή/και των δυνάμει αυτών εκδιδόμενων οδηγιών ή/και του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1287/2006·
(δ) εμπίπτει σε οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις οι οποίες προβλέπονται σε άλλη κυπριακή νομοθεσία με την οποία ρυθμίζονται θέματα, εκτός των όσων ρυθμίζει ο παρών Νόμος, και η οποία προβλέπει την ανάκληση της άδειας λειτουργίας.
(2) Η Επιτροπή δύναται με οδηγίες της να εξειδικεύει τη διαδικασία η οποία θα ακολουθείται για ανάκληση της άδειας λειτουργίας ρυθμιζόμενης αγοράς.
(3) Σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της, η ρυθμιζόμενη αγορά παύει πάραυτα να λειτουργεί ως τέτοια.
(4) Σε περίπτωση ανάκλησης άδειας λειτουργίας ρυθμιζόμενης αγοράς, ο διαχειριστής αγοράς οφείλει να τακτοποιήσει τις υποχρεώσεις της ρυθμιζόμενης αγοράς που απορρέουν από τις δραστηριότητες που δεν επιτρέπεται πλέον να ασκεί, εντός περιόδου τριών μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης σε αυτόν της απόφασης της Επιτροπής.
Τόσο ο διαχειριστής αγοράς όσο και η ρυθμιζόμενη αγορά της οποίας η άδεια λειτουργίας ανεκλήθη παραμένουν υπό την εποπτεία της Επιτροπής, μέχρις ότου η Επιτροπή ικανοποιηθεί ότι τα εν λόγω πρόσωπα συμμορφώθηκαν πλήρως με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών.
(5) Σε περίπτωση που πρόσωπο παραβαίνει τις διατάξεις του εδαφίου (4), η Επιτροπή δύναται να του επιβάλει διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις τριακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ (€350.000).