143.-(1) Οποιοσδήποτε ενεργεί κατά παράβαση του παρόντος Νόμου ή/και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών ή/και του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1287/2006, υποχρεούται να αποζημιώνει οποιοδήποτε υποστεί ζημιά ή απώλεια κέρδους ή και τα δύο, που τυχόν έχουν προκύψει λόγω ενέργειας ή παράλειψης του κατά παράβαση των υποχρεώσεων του που απορρέουν από τον παρόντα Νόμο ή/και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών ή/και του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1287/2006:
Νοείται ότι τυχόν ποινική ευθύνη ή ευθύνη από διοικητική παράβαση δεν απαλλάσσει τον παραβάτη από τυχόν αστική ευθύνη.
(2) Οποιοσδήποτε από τους ακόλουθους νομιμοποιούμενους φορείς δύναται, με αίτησή του προς το Δικαστήριο, να ζητήσει την έκδοση απαγορευτικού ή προστακτικού διατάγματος, περιλαμβανομένου και προσωρινού διατάγματος, εναντίον οποιουδήποτε προσώπου, το οποίο, κατά την κρίση του, ενέχεται ή/και ευθύνεται για οποιαδήποτε παράβαση του παρόντος Νόμου ή/και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών ή/και του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1287/2006, θίγοντας τα συλλογικά συμφέροντα των καταναλωτών τα οποία ο εν λόγω φορέας προστατεύει:
(α) Δημόσιοι φορείς ή εκπρόσωποί τους·
(β) οργανώσεις καταναλωτών που έχουν έννομο συμφέρον στην προστασία των καταναλωτών·
(γ) επαγγελματικές οργανώσεις που έχουν έννομο συμφέρον να ενεργούν για προστασία των μελών τους.
(3) Ο νομιμοποιούμενος φορέας, πριν αποταθεί στο Δικαστήριο για την έκδοση οποιουδήποτε διατάγματος που αναφέρεται στο εδάφιο (2), πρέπει να διαβουλευθεί με το πρόσωπο που διενεργεί την παράβαση, ζητώντας από το εν λόγω πρόσωπο:
(α) Την άμεση παύση της γενόμενης παράβασης, και/ή
(β) τη μη επανάληψη της γενόμενης παράβασης:
Νοείται ότι η πιο πάνω υποχρέωση προηγούμενης διαβούλευσης δύναται να παρακαμφθεί στις περιπτώσεις όπου ο νομιμοποιούμενος φορέας κατά την κρίση του θεωρεί ότι οι περιστάσεις είναι τέτοιες όπου η δικαστική διαδικασία πρέπει να προχωρήσει χωρίς οποιαδήποτε καθυστέρηση.
(4) Σε περίπτωση που η παύση της παράβασης δεν επιτευχθεί εντός δέκα τεσσάρων (14) ημερών από την υποβολή του αιτήματος προς διαβούλευση, ο νομιμοποιούμενος φορέας δύναται άνευ ετέρου να ζητήσει από το Δικαστήριο την έκδοση οποιουδήποτε διατάγματος σύμφωνα με το παρόν άρθρο.
(5) Το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου υποβάλλεται οποιαδήποτε αίτηση σύμφωνα με το παρόν άρθρο, έχει εξουσία, τηρουμένων των διατάξεων του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, του περί Δικαστηρίων Νόμου και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, να εκδώσει απαγορευτικό ή προστακτικό διάταγμα, περιλαμβανομένου και προσωρινού διατάγματος, με το οποίο να διατάσσει -
(α) Την άμεση παύση ή/και μη επανάληψη της γενόμενης παράβασης, και/ή
(β) την εντός ορισμένης προθεσμίας λήψη τέτοιων διορθωτικών κατά την κρίση του Δικαστηρίου μέτρων προς άρση της παράνομης κατάστασης που δημιούργησε η σχετική παράβαση, και/ή
(γ) τη δημοσίευση του συνόλου ή μέρους της σχετικής απόφασης του Δικαστηρίου ή τη δημοσίευση επανορθωτικής ανακοίνωσης με σκοπό την απάλειψη των τυχόν συνεχιζόμενων επιπτώσεων της παράβασης, και/ή
(δ) οποιαδήποτε άλλη ενέργεια ή μέτρο ήθελε κριθεί αναγκαίο ή εύλογο υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης.
(6) Το διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (5) δύναται -
(α) Να αφορά όχι μόνο τη διενεργηθείσα παράβαση έναντι συγκεκριμένων καταναλωτών, αλλά και παρόμοιες μελλοντικές παραβάσεις έναντι των καταναλωτών γενικά, και/ή
(β) να αφορά ή απευθύνεται σε οποιοδήποτε συνεργό ή συμμετέχοντα στη συγκεκριμένη παράβαση και, σε περίπτωση παραβάτη που είναι νομικό πρόσωπο, δύναται να αφορά ή απευθύνεται και σε οποιοδήποτε διοικητικό σύμβουλο, διευθυντικό στέλεχος ή αξιωματούχο ή γραμματέα, ο οποίος αποδεικνύεται ότι έλαβε μέρος, συμμετείχε, συνέδραμε, ή είχε με οποιοδήποτε τρόπο σχέση με την γενόμενη παράβαση.
(7) Οι διατάξεις του περί Δικαστηρίων Νόμων του 1960 έως 2006, των περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών που εφαρμόζονται σχετικά με αιτήσεις έκδοσης διαταγμάτων σε πολιτικές υποθέσεις, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία αναφορικά με τον τύπο, τη σύνταξη, την καταχώριση και την εκδίκαση της προβλεπόμενης στο εδάφιο (2) αίτησης.
(8) Μη συμμόρφωση με οποιοδήποτε διάταγμα του Δικαστηρίου που εκδόθηκε δυνάμει του παρόντος Νόμου συνιστά καταφρόνηση Δικαστηρίου και διέπεται από τις διατάξεις του περί Δικαστηρίων Νόμου.