4.(1) (α) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3) και με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου (β), αστυνομικός ανακριτής, δύναται να εξασφαλίσει δεδομένα που έχουν σχέση με τη διερεύνηση σοβαρού ποινικού αδικήματος, εφόσον προηγουμένως εξασφαλίσει από το Δικαστήριο σχετικό διάταγμα.
(β) Σε περίπτωση απαγωγής προσώπου, ο αστυνομικός ανακριτής δύναται, με επιστολή του προς τον παροχέα τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, να εξασφαλίσει δεδομένα που έχουν σχέση με τη διερεύνηση απαγωγής του εν λόγω προσώπου, χωρίς να έχει εκ των προτέρων εξασφαλίσει διάταγμα από το Δικαστήριο, νοουμένου ότι για το σκοπό αυτό έχει εκ των προτέρων εξασφαλίσει εγγράφως την έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και εφόσον έθεσε υπόψη του τις πληροφορίες και τα στοιχεία που απαιτούνται σύμφωνα με το εδάφιο (3) για σκοπούς της ένορκης δήλωσης:
(2) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται, κατόπιν αιτήματος αστυνομικού ανακριτή να εγκρίνει αίτηση έκδοσης του διατάγματος που καθορίζεται στο εδάφιο (1), εφόσον ικανοποιηθεί ότι η έκδοση του διατάγματος δύναται να παράσχει ή να έχει παράσχει μαρτυρία για τη διάπραξη σοβαρού ποινικού αδικήματος.
(3) Η αίτηση για έκδοση του διατάγματος που καθορίζεται στο εδάφιο (1) γίνεται εγγράφως, εγκρίνεται από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του αστυνομικού ανακριτή, η οποία περιέχει τις ακόλουθες πληροφορίες και στοιχεία:
(α) Την πλήρη ιδιότητα του αστυνομικού ανακριτή∙
(β) πλήρη και εμπεριστατωμένη έκθεση γεγονότων και περιστατικών στα οποία βασίζεται η άιτηση η οποία απαραίτητα πρέπει να περιλαμβάνει -
(i) τις λεπτομέρειες του σοβαρού ποινικού αδικήματος που διαπράχθηκε, διαπράττεται ή αναμένεται να διαπραχθεί,
(ii) γενική περιγραφή της χρονικής περιόδου για την οποία απαιτείται πρόσβαση σε δεδομένα,
(iii) την ταυτότητα του προσώπου που διέπραξε ή αναμένεται να διαπράξει το αδίκημα και στου οποίου τα δεδομένα επιδιώκεται η πρόσβαση,
(iv) το όνομα, τη διεύθυνση και το επάγγελμα, αν είναι γνωστά, όλων των προσώπων η πρόσβαση στα δεδομένα των οποίων κρίνεται ότι εύλογα θα υποβοηθήσει στην διερεύνηση σοβαρού ποινικού αδικήματος∙
(γ) έκθεση ως προς τη χρονική περίοδο για την οποία κρίνεται σκόπιμη η πρόσβαση στα δεδομένα και πλήρη περιγραφή των γεγονότων τα οποία στηρίζουν εύλογη υποψία ή πεποίθηση ότι είναι δυνατό να ακολουθήσουν και επιπρόσθετες επικοινωνίες στα δεδομένα των οποίων κρίνεται σκόπιμη η πρόσβαση για τη διερεύνηση σοβαρού ποινικού αδικήματος∙
(δ) έκθεση των γεγονότων που αφορούν όλες τις προηγούμενες αιτήσεις οι οποίες καταχωρήθηκαν για έκδοση διατάγματος, στις οποίες εμπλέκονται οποιαδήποτε πρόσωπα τα οποία αναφέρονται στην αίτηση∙
(ε) έκθεση που να παραθέτει τα μέχρι τούδε αποτελέσματα της διερεύνησης ή λογική εξήγηση για την αποτυχία λήψης τέτοιων αποτελεσμάτων, όταν η αίτηση αφορά παράταση της ισχύος διατάγματος:
Νοείται ότι, ο Δικαστής δύναται να ζητήσει την παρόχή περαιτέρω λεπτομερειών ή στοιχείων ή μαρτυρίας για υποστήριξη αίτησης με τη μορφή συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης ή ενόρκης μαρτυρικής κατάθεσης ή άλλως πώς.
(4) Ο Δικαστής δύναται να εκδόσει το διάταγμα που καθορίζεται στις διατάξεις του εδαφίου (1), όπως ζητήθηκε με την αίτηση ή με τέτοιες τροποποιήσεις ή με τέτοιους όρους, με το οποίο να εξουσιοδοτείται η πρόσβαση στα δεδομένα, εφόσον ικανοποιηθεί ότι με βάση τα γεγονότα τα οποία υποβλήθηκαν:
(α) Υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα, ότι πρόσωπο διαπράττει, διέπραξε ή αναμένεται να διαπράξει σοβαρό ποινικό αδίκημα∙
(β) υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα, ότι συγκεκριμένα δεδομένα συνδέονται ή είναι συναφή με σοβαρό ποινικό αδίκημα.