31.-(1) Οποιοδήποτε πρόσωπο παραβαίνει οποιεσδήποτε διατάξεις του παρόντος Νόμου για τις οποίες δεν προβλέπεται οποιαδήποτε άλλη ποινή ή επιτρέπει σε πρόσωπο που εργοδοτεί ή υπόκειται στις διαταγές του να προβαίνει σε τέτοια παράβαση, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.
(2) Όταν νομικό πρόσωπο διαπράττει αδίκημα βάσει του παρόντος Νόμου, κάθε πρόσωπο που το αντιπροσωπεύει για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου και κάθε διευθυντής ή μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του ή διευθύνων σύμβουλος ή γραμματέας ή άλλος αξιωματούχος του νομικού αυτού προσώπου ή οποιοδήποτε πρόσωπο που κατέχει οποιαδήποτε από τις προαναφερθείσες στο παρόν εδάφιο ιδιότητες, που εξουσιοδοτεί ή παρακινεί ή επιτρέπει την τέλεση της πράξης ή την παράλειψη η οποία συνιστά το αδίκημα, είναι, ταυτόχρονα με το νομικό πρόσωπο, ένοχο του αδικήματος αυτού και σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται στις ποινές που προβλέπονται στο εδάφιο (1) για το εν λόγω αδίκημα.