2. Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
«Αρχή Αδειών» σημαίνει την Αρχή Αδειών που εγκαθιδρύθηκε και λειτουργεί δυνάμει του άρθρου 3 του περί Ρυθμίσεως της Τροχαίας Μεταφοράς Νόμου·
«αρμόδια αρχή» σημαίνει τον Υπουργό και οποιοδήποτε άλλο γενικά ή ειδικά προς τούτο εξουσιοδοτημένο από αυτόν πρόσωπο·
«αρχική επιμόρφωση» σημαίνει την επιμόρφωση που διαπιστώνεται με την επιτυχία στην εξέταση και την πρακτική δοκιμασία που προβλέπονται στο άρθρο 17·
«Δελτίο Επιμόρφωσης Οδηγού» σημαίνει το δελτίο, που χορηγείται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 23·
«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία·
«Διευθυντής» σημαίνει το Διευθυντή του Τμήματος Οδικών Μεταφορών του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων·
«ΕΑΟ» σημαίνει Επαγγελματική Άδεια Οδηγού, που εκδίδεται με βάση τις διατάξεις του περί της Επαγγελματικής Άδειας Οδηγού Νόμου και των Κανονισμών που έχουν εκδοθεί δυνάμει αυτού·
«εγκεκριμένο κέντρο κατάρτισης οδηγών» ή «ΕΚΚΟ» σημαίνει το εγκεκριμένο κέντρο επιμόρφωσης και περιοδικής κατάρτισης, που εγκρίνεται δυνάμει του άρθρου 9·
«εμπορική μεταφορά επιβατών ή εμπορευμάτων» σημαίνει τις μεταφορές επιβατών ή εμπορευμάτων για τη διενέργεια των οποίων απαιτείται άδεια «Ε» ή «Α» ή «Δ», που εκδίδεται, με βάση τις διατάξεις του περί της Πρόσβασης στο Επάγγελμα του Οδικού Μεταφορέα Νόμου, ή άδεια οδικής χρήσης για τη μεταφορά επιβατών λεωφορείων με κόμιστρο κατά επιβάτη ή ιδιωτικού λεωφορείου που εκδίδεται με βάση τις διατάξεις του περί Ρυθμίσεως της Τροχαίας Μεταφοράς Νόμου·
«Επιθεωρητής» σημαίνει το πρόσωπο, που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 26·
«Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων·
«καθορισμένο» σημαίνει καθορισμένο με Κανονισμούς, που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου·
«Κανονισμοί» σημαίνει τους Κανονισμούς, που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου·
«ΚΕ.ΠΑ.» σημαίνει το Κέντρο Παραγωγικότητας Κύπρου, του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων·
«κοινοτικός κωδικός» σημαίνει τον κοινοτικό κωδικό, που προβλέπεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 23·
«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης·
Επίσημη Εφημερίδα της Ε.Ε.: L 226 10.09.2003,
«Οδηγία 2003/59/ΕΚ» σημαίνει την Οδηγία 2003/59/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Ιουλίου 2003 σχετικά με την αρχική επιμόρφωση και την περιοδική κατάρτιση των οδηγών ορισμένων οδικών οχημάτων τα οποία χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά εμπορευμάτων ή επιβατών, για την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3820/85 του Συμβουλίου και της Οδηγίας 91/439/ΕΟΚ του Συμβουλίου και για την κατάργηση της Οδηγίας 76/914/ΕΟΚ του Συμβουλίου, όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«οδηγός» σημαίνει τον οδηγό που απασχολείται ή χρησιμοποιείται από επιχείρηση εγκατεστημένη στη Δημοκρατία ή σε άλλο κράτος μέλος, που πραγματοποιεί οδικές μεταφορές στο δημόσιο οδικό δίκτυο και περιλαμβάνει οδηγούς που είναι υπήκοοι τρίτων χωρών και απασχολούνται ή χρησιμοποιούνται από επιχείρηση εγκατεστημένη σε κράτος μέλος·
«όχημα» σημαίνει όχημα για το οποίο απαιτείται άδεια οδήγησης μιας από τις κατηγορίες C1, C1+E, C, C+E, D1, D1+E, D, D+E, όπως αυτές ορίζονται στον περί Άδειας Οδήγησης Νόμο·
«περιοδική κατάρτιση» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 15·
«Πιστοποιητικό Επαγγελματικής Ικανότητας» ή «ΠΕΙ» σημαίνει το πιστοποιητικό, που χορηγείται δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 21 και 22·
«ταχύρυθμη αρχική επιμόρφωση» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 14·
«Τμήμα» σημαίνει το Τμήμα Οδικών Μεταφορών του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων·
«Υπηρεσία Διοργάνωσης Εξετάσεων» ή «Υ.Δ.Ε.» σημαίνει την υπηρεσία στην οποία ανατίθεται η διοργάνωση εξετάσεων δυνάμει του άρθρου 8·
«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Συγκοινωνιών και Έργων·