5.-(1) Κάθε χρηματικό ποσό εκφρασμένο-
(α) σε λίρες, που πρόκειται να καταβληθεί ή να καταλογισθεί σε ευρώ, ή
(β) σε ευρώ, που πρόκειται, κατά τη διάρκεια της περιόδου παράλληλης κυκλοφορίας, να καταβληθεί τοις μετρητοίς σε λίρες,
μετατρέπεται και στρογγυλοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 4 και 5 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1103/97.
(2) Χρηματικά ποσά σε ενδιάμεσους υπολογισμούς, τα οποία δεν πρόκειται να καταβληθούν ή να καταλογισθούν και εκφράζονται.
(α) σε λίρες, ή
(β) σε ευρώ κατά την περίοδο παράλληλης κυκλοφορίας, κατά τις ενδιάμεσες μετατροπές, στρογγυλοποιούνται τουλάχιστον στο τρίτο δεκαδικό ψηφίο, χωρίς να αποκλείεται συμβατικά μεγαλύτερος βαθμός ακρίβειας:
Νοείται ότι οι ενδιάμεσοι υπολογισμοί καλύπτουν όλα τα στάδια κατά τα οποία το μετατρεπόμενο χρηματικό ποσό δε συνιστά αφ’ εαυτού χρηματική οφειλή, αλλά αποτελεί στοιχείο σε μια αλληλουχία πράξεων η οποία δύναται να οδηγήσει στη δημιουργία χρηματικής οφειλής:
Νοείται περαιτέρω ότι η διάταξη του παρόντος εδαφίου δεν εφαρμόζεται σε μετατροπές νομισματικών ποσών μεταξύ κρατών μελών από μια εθνική νομισματική μονάδα σε άλλη.
(3) Διαφορές, από στρογγυλοποιήσεις χρηματικών ποσών σε ευρώ ή λίρες, που πρόκειται να καταβληθούν ή να καταλογισθούν, εφόσον προκύπτουν από την ορθή εφαρμογή των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1103/1997 και των διατάξεων του παρόντος Νόμου, δεν επηρεάζουν τον απαλλακτικό χαρακτήρα των σχετικών πληρωμών ή την ακρίβεια των σχετικών εγγράφων και δεν αναζητούνται.