15.-(1) Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του άρθρου 14, το δικαίωμα μόνιμης διαμονής στη Δημοκρατία πριν από τη συμπλήρωση συνεχούς περιόδου πέντε ετών διαμονής στη Δημοκρατία απολαύουν-
(α) Οι μισθωτοί εργαζόμενοι ή οι μη μισθωτοί εργαζόμενοι, οι οποίοι, κατά το χρόνο παύσης της εργασίας τους, έχουν φθάσει στην ηλικία που καθορίζεται από την εκάστοτε ισχύουσα στη Δημοκρατία νομοθεσία περί κοινωνικών ασφαλίσεων για την απόκτηση δικαιώματος συνταξιοδότησης λόγω γήρατος, ή μισθωτοί εργαζόμενοι, οι οποίοι έχουν παύσει να ασκούν μισθωτή δραστηριότητα λόγω πρόωρης αφυπηρέτησης, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν εργασθεί στη Δημοκρατία τουλάχιστον τους προηγούμενους δώδεκα μήνες και ότι έχουν διαμείνει στη Δημοκρατία συνεχώς για περισσότερα από τρία έτη∙
(β) στους μισθωτούς εργαζόμενους ή μη μισθωτούς εργαζόμενους, οι οποίοι έχουν διαμείνει συνεχώς για περισσότερα από δύο έτη στη Δημοκρατία και έχουν παύσει να εργάζονται στη Δημοκρατία λόγω μόνιμης ανικανότητας για εργασία:
Νοείται ότι, αν η ως άνω ανικανότητα προήλθε συνεπεία εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής νόσου, που παρέχει δικαίωμα σε σύνταξη πληρωτέα ολικώς ή μερικώς από τις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων ή άλλο ευεργέτημα το οποίο καταβάλλεται στον ενδιαφερόμενο εν όλω ή εν μέρει από αρμόδιο φορέα δυνάμει άλλης σχετικής νομοθεσίας, δεν επιβάλλονται όροι όσον αφορά τη διάρκεια διαμονής στη Δημοκρατία∙
(γ) στους μισθωτούς εργαζόμενους ή μη μισθωτούς εργαζόμενους, οι οποίοι, μετά τη συμπλήρωση τριών ετών συνεχούς απασχόλησης και διαμονής στη Δημοκρατία, ασκούν μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα σε άλλο κράτος μέλος, διατηρώντας τον τόπο διαμονής τους στη Δημοκρατία, στην οποία επιστρέφουν, τουλάχιστον, μία φορά την εβδομάδα.
(2) Για τους σκοπούς της απόκτησης των δικαιωμάτων που προβλέπονται στις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (1), οι περίοδοι απασχόλησης στο κράτος μέλος όπου εργάζεται ο ενδιαφερόμενος λογίζονται ως περίοδοι απασχόλησης οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στη Δημοκρατία. Οι περίοδοι ακούσιας ανεργίας, οι οποίες έχουν καταγραφεί δεόντως από το Τμήμα Εργασίας, οι περίοδοι διακοπής δραστηριότητας που δεν οφείλονται στη βούληση του ενδιαφερομένου και οι απουσίες από την εργασία ή η διακοπή της εργασίας λόγω ασθενείας ή ατυχήματος λογίζονται ως περίοδοι απασχόλησης.
(3) Οι όροι για τη διάρκεια διαμονής και απασχόλησης στη Δημοκρατία που προβλέπονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) και ο όρος για τη διάρκεια διαμονής που προβλέπεται στην παράγραφο (β) του εν λόγω εδαφίου, δεν ισχύουν στην περίπτωση που ο/η σύζυγος του μισθωτού εργαζόμενου ή του μη μισθωτού εργαζόμενου είναι υπήκοος της Δημοκρατίας.
(4) Ανεξαρτήτως ιθαγένειας, τα μέλη της οικογένειας μισθωτού εργαζομένου ή μη μισθωτού εργαζομένου που διαμένουν μαζί του στη Δημοκρατία, έχουν δικαίωμα μόνιμης διαμονής, εφόσον ο ίδιος ο μισθωτός εργαζόμενος ή μη μισθωτός εργαζόμενος έχει αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής στη Δημοκρατία δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1):
Νοείται ότι, αν ο μισθωτός εργαζόμενος ή μη μισθωτός εργαζόμενος απεβίωσε ενόσω ακόμη εργαζόταν αλλά πριν αποκτήσει το δικαίωμα μόνιμης διαμονής στη Δημοκρατία δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), τα μέλη της οικογένειάς του που διαμένουν μαζί του στη Δημοκρατία, έχουν δικαίωμα μόνιμης διαμονής στη Δημοκρατία, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Ο μισθωτός εργαζόμενος ή μη μισθωτός εργαζόμενος είχε κατά τον χρόνο του θανάτου του διαμείνει συνεχώς επί δύο συνεχόμενα έτη στη Δημοκρατία∙ ή
(β) ο θάνατός του οφείλεται σε εργατικό ατύχημα ή επαγγελματική νόσο.