9.-(1) Οι πολίτες της Ένωσης έχουν δικαίωμα διαμονής στη Δημοκρατία για περίοδο που υπερβαίνει τους τρεις μήνες, εφόσον-
(α) Είναι μισθωτοί εργαζόμενοι ή μη μισθωτοί εργαζόμενοι στη Δημοκρατία˙ ή
(β) διαθέτουν επαρκείς πόρους για τους ίδιους και τα μέλη των οικογενειών τους, ώστε να μην επιβαρύνουν κατά τη διάρκεια της περιόδου διαμονής τους το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας της Δημοκρατίας, καθώς και πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθένειας στη Δημοκρατία˙ ή
(γ) είναι εγγεγραμμένοι σε ιδιωτικό ή δημόσιο ίδρυμα, εγκεκριμένο ή χρηματοδοτούμενο από τη Δημοκρατία με βάση την εκάστοτε ισχύουσα στη Δημοκρατία σχετική νομοθεσία ή διοικητική πρακτική, για να παρακολουθήσουν κατά κύριο λόγο σπουδές, συμπεριλαμβανομένων μαθημάτων επαγγελματικής κατάρτισης, διαθέτουν πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθένειας στη Δημοκρατία και βεβαιώνουν την αρμόδια αρχή, μέσω δήλωσης ή άλλου ισοδύναμου μέσου της επιλογής τους, ότι διαθέτουν επαρκείς πόρους για τους ίδιους και τα μέλη των οικογενειών τους, ώστε να μην επιβαρύνουν κατά τη διάρκεια της περιόδου διαμονής τους το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας της Δημοκρατίας˙ ή
(δ) είναι μέλη της οικογένειας, που συνοδεύουν ή αφίκνεινται για να συναντήσουν πολίτη της Ένωσης, ο οποίος πληρεί τους όρους που αναφέρονται στις παραγράφους (α), (β) ή (γ) του παρόντος εδαφίου.
(2) Το δικαίωμα διαμονής που προβλέπεται στο εδάφιο (1), εκτείνεται και στα μέλη της οικογένειας, που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους, όταν συνοδεύουν ή αφίκνεινται για να συναντήσουν τον πολίτη της Ένωσης στη Δημοκρατία, και εφόσον ο εν λόγω πολίτης πληρεί του όρους που αναφέρονται στις παραγράφους (α), (β) ή (γ) του εδαφίου (1).
(3) Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις της παραγράφου (δ) του εδαφίου (1) και τις διατάξεις του εδαφίου (2), σε περίπτωση πολίτη της Ένωσης ο οποίος ασκεί το δικαίωμα διαμονής του δυνάμει της παραγράφου (γ), του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, το δικαίωμα διαμονής των μελών της οικογένειας περιορίζεται μόνο στο/στη σύζυγο και στα συντηρούμενα τέκνα :
Νοείται ότι για τους συντηρούμενους απευθείας ανιόντες του εν λόγω πολίτη της Ένωσης καθώς και εκείνους της/του συζύγου του/της, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία οι διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 4.
(4) Για τους σκοπούς της παραγράφου (α) του εδαφίου (1), η ιδιότητα του μισθωτού εργαζόμενου ή μη μισθωτού εργαζόμενου διατηρείται για τον πολίτη της Ένωσης που έχει παύσει να είναι μισθωτός εργαζόμενος ή μη μισθωτός εργαζόμενος στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) Είναι προσωρινά ανίκανος για εργασία λόγω ασθένειας ή ατυχήματος˙ ή
(β) έχει καταγραφεί δεόντως ως ακούσια άνεργος, έχοντας ασκήσει επαγγελματική δραστηριότητα άνω του ενός έτους, και ως πρόσωπο το οποίο αναζητά εργασία στο Τμήμα Εργασίας˙ ή
(γ) έχει καταγραφεί δεόντως ως ακούσια άνεργος, αφού συμπλήρωσε σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου διάρκειας μικρότερης του ενός έτους ή αφού κατέστη ακούσια άνεργος κατά τη διάρκεια των πρώτων δώδεκα μηνών, και έχει καταγραφεί ως πρόσωπο το οποίο αναζητά εργασία στο Τμήμα Εργασίας. Στην περίπτωση αυτή, η ιδιότητα του εργαζόμενου διατηρείται επί χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να είναι μικρότερο του εξαμήνου˙ ή
(δ) παρακολουθεί μαθήματα επαγγελματικής κατάρτισης. Στην περίπτωση αυτή και εκτός εάν ο ενδιαφερόμενος κατέστη ακούσια άνεργος, η διατήρηση της ιδιότητας του εργαζόμενου προϋποθέτει την ύπαρξη σχέσης μεταξύ της προηγούμενης επαγγελματικής δραστηριότητας και της κατάρτισης.
(5) Το κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις των παραγράφων (β) και (γ) του πιο πάνω εδαφίου πιστοποιείται από το Τμήμα Εργασίας.