11.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 του παρόντος Νόμου, όποιος παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με τις διατάξεις των άρθρων 3, 6 και 7 του παρόντος Νόμου, διαπράττει ποινικό αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα οκτώ χιλιάδες πεντακόσια ευρώ (€8.500,00) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(2) Όταν διαπράττεται ποινικό αδίκημα σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο από νομικό πρόσωπο και αποδεικνύεται ότι το αδίκημα αυτό έχει διαπραχθεί με τη συναίνεση ή τη συμπαιγνία ή αποδίδεται σε παράλειψη προσώπου που είναι διευθύνων σύμβουλος, διευθυντής, γραμματέας ή άλλος αξιωματούχος του νομικού προσώπου, ή πρόσωπο που εμφανιζόταν ότι ενεργούσε με τέτοια ιδιότητα, το πρόσωπο αυτό, καθώς επίσης και το νομικό πρόσωπο, είναι ένοχοι αδικήματος και υπόκεινται σε ποινική δίωξη σε σχέση με το αδίκημα αυτό.
(3) Όταν τα μέλη νομικού προσώπου διευθύνουν τις υποθέσεις του, εφαρμόζεται το εδάφιο (1) σε σχέση με τις πράξεις ή παραλείψεις μέλους που αφορούν τις αρμοδιότητες του διευθυντή ωσάν να ήταν διευθύνων σύμβουλος ή διευθυντής του νομικού προσώπου.