15.-(1) Κάθε υφιστάμενη κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου διάταξη νόμου, κανονισμών ή διατάγματος που είναι αντίθετη προς τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, καταργείται κατά το μέρος που περιέχει διάκριση λόγω φύλου.
(2) Η κάθε καθ΄ύλην αρμόδια αρχή υποχρεούται να ανακαλέσει ή τροποποιήσει αναλόγως οποιαδήποτε ατομική ή κανονιστική διοικητική πράξη, η οποία είναι αντίθετη προς τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(3) Επιφυλασσομένης της αποκλειστικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος:
(α) Σε περίπτωση αμφιβολίας ή αμφισβήτησης κατά πόσο νόμος καταργήθηκε ή όχι, το θέμα εκδικάζεται από αρμόδιο Επαρχιακό Δικαστήριο, η δε διαδικασία άρχεται με καταχώρηση εναρκτήριας κλήσης.
(β) ανεξάρτητα από την ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου διαδικασία, η οποία αναφέρεται στην παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου, κάθε Δικαστήριο κατά την άσκηση της δικής του δικαιοδοσίας δύναται να κρίνει παρεμπιπτόντως το θέμα, εάν και εφόσον είναι απαραίτητο για τη διεκπεραίωση της ενώπιόν του διαδικασίας.
(4) Οι τελεσίδικες αποφάσεις που εκδίδονται δυνάμει του εδαφίου (3) ισχύουν έναντι πάντων.
(5) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 7, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου κάθε υφιστάμενη συμβατική διάταξη, υφιστάμενοι εσωτερικοί κανονισμοί επιχειρήσεων ή καταστατικά κερδοσκοπικών ή μη κερδοσκοπικών οργανισμών που είναι αντίθετα προς τις διατάξεις του παρόντος Νόμου θεωρούνται άκυρα κατά το μέρος που περιέχουν απαγορευμένη διάκριση λόγω φύλου δυνάμει του παρόντος Νόμου.
(6) Σε περίπτωση που δεν έχει διαπιστωθεί η ακυρότητα κάποιας διάταξης ή ρύθμισης κατ΄εφαρμογή όλων των πιο πάνω εδαφίων, η ισχύς της εξετάζεται παρεμπιπτόντως επ΄ευκαιρία σχετικής δίκης ενώπιον είτε του Ανωτάτου Δικαστηρίου είτε Επαρχιακού Δικαστηρίου.