2.-(1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια -
«αιγιαλίτιδα ζώνη» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό ο περί Αιγιαλίτιδος Ζώνης Νόμος·
«ακτοπλοϊκό επιβατηγό σκάφος» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τους περί Ακτοπλοϊκών και Άλλων Επιβατηγών Σκαφών Κανονισμούς ∙
«αλιευτικό σκάφος» σημαίνει το σκάφος που χρησιμοποιείται για την αλιεία ιχθύων ή άλλων ζώντων οργανισμών της θάλασσας·
«αναγνώριση» σημαίνει, σε περίπτωση που η Δημοκρατία είναι κράτος υποδοχής, την αποδοχή από την Αρμόδια Αρχή πιστοποιητικού ικανότητας ή πιστοποιητικού επάρκειας, το οποίο έχει εκδοθεί από άλλο κράτος. ο όρος “αναγνωρίζω” έχει ανάλογη έννοια∙
«ανθυποπλοίαρχος» σημαίνει τον αξιωματικό που κατέχει τα προσόντα που αναφέρονται στον Κανονισμό ΙΙ/1 του Παραρτήματος STCW∙
«Ανώτερη Εκπαίδευση» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί της Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας της Ανώτερης Εκπαίδευσης και της Ίδρυσης και Λειτουργίας Φορέα για Συναφή Θέματα Νόμου·
«αξιωματικός» σημαίνει μέλος του πληρώματος, εκτός από τον πλοίαρχο, το οποίο χαρακτηρίζεται ως αξιωματικός σύμφωνα με το άρθρο 5·
«αξιωματικός ασφάλειας πλοίου» σημαίνει μέλος πληρώματος το οποίο αναφέρεται στον πλοίαρχο και έχει οριστεί από την Εταιρεία ως υπεύθυνο για την ασφάλεια του πλοίου, συμπεριλαμβανομένης της εφαρμογής και διατήρησης του σχεδίου ασφαλείας του πλοίου, και ως σύνδεσμος μεταξύ του υπεύθυνου ασφάλειας της Εταιρείας και των υπεύθυνων ασφάλειας της λιμενικής εγκατάστασης·
«αξιωματικός καταστρώματος» σημαίνει προσοντούχο αξιωματικό του κλάδου καταστρώματος, σύμφωνα με το Κεφάλαιο ΙΙ της Σύμβασης STCW·
«αξιωματικός μηχανής» σημαίνει προσοντούχο αξιωματικό του κλάδου μηχανής, σύμφωνα με το Κεφάλαιο ΙΙΙ της Σύμβασης STCW·
«αποδεικτικά έγγραφα» σημαίνει τα έγγραφα, εκτός του πιστοποιητικού ικανότητας ή του πιστοποιητικού επάρκειας, που χρησιμοποιούνται για να αποδειχθεί η εκπλήρωση των απαιτήσεων του Παραρτήματος STCW∙
«Αρμόδια Αρχή» σημαίνει τον Υφυπουργό Ναυτιλίας παρά τω Προέδρω και τους εξουσιοδοτημένους από αυτόν λειτουργούς του Υφυπουργείου Ναυτιλίας·
«Γενικός Διευθυντής» σημαίνει τον Γενικό Διευθυντή του Υφυπουργείου Ναυτιλίας και περιλαμβάνει τον εκτελούντα χρέη Γενικού Διευθυντή του Υφυπουργείου Ναυτιλίας και τους εξουσιοδοτημένους από τον Γενικό Διευθυντή λειτουργούς του Υφυπουργείου Ναυτιλίας·
«γνωστοποίηση» σημαίνει γνωστοποίηση του Γενικού Διευθυντή που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας∙
«δεξαμενόπλοιο» σημαίνει δεξαμενόπλοιο πετρελαιοφόρο, δεξαμενόπλοιο υγραεριοφόρο ή δεξαμενόπλοιο χημικών·
«δεξαμενόπλοιο πετρελαιοφόρο» σημαίνει πλοίο που έχει ναυπηγηθεί και χρησιμοποιείται για τη μεταφορά πετρελαίου ή προϊόντων πετρελαίου χύδην·
«δεξαμενόπλοιο υγραεριοφόρο» σημαίνει πλοίο που κατασκευάστηκε ή μετασκευάστηκε και χρησιμοποιείται για τη χύδην μεταφορά υγραερίων ή άλλων προϊόντων τα οποία αναφέρονται στο Κεφάλαιο 19 του Κώδικα IGC·
«δεξαμενόπλοιο χημικών» σημαίνει πλοίο που κατασκευάστηκε ή μετασκευάστηκε και χρησιμοποιείται για τη χύδην μεταφορά υγρών χημικών τα οποία αναφέρονται στο Κεφάλαιο 17 του Κώδικα IBC·
«δεύτερος μηχανικός» σημαίνει τον αξιωματικό μηχανής ο οποίος ακολουθεί σε βαθμό τον πρώτο μηχανικό, και στον οποίο περιέρχεται η ευθύνη για τη μηχανική πρόωση, λειτουργία και συντήρηση των μηχανολογικών και ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων του πλοίου, σε περίπτωση αδυναμίας του πρώτου μηχανικού να εκτελέσει τα καθήκοντά του·
«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία·
«Διεθνής Σύμβαση Τηλεπικοινωνιών» σημαίνει τη Διεθνή Σύμβαση, η οποία κυρώθηκε με τον περί της Διεθνούς Σύμβασης Τηλεπικοινωνιών και Συναφών Πρωτοκόλλων (Κυρωτικό) Νόμο ∙
«εγκεκριμένος» σημαίνει εγκεκριμένος από την Αρμόδια Αρχή· ο όρος «εγκρίνω» έχει ανάλογη έννοια·
«ειδικευμένος ναυτικός καταστρώματος» σημαίνει τον κατώτερο ναυτικό, ο οποίος κατέχει τα προσόντα που αναφέρονται στον Κανονισμό ΙΙ/5 του Παραρτήματος STCW∙
«ειδικευμένος ναυτικός μηχανής» σημαίνει τον κατώτερο ναυτικό, ο οποίος κατέχει τα προσόντα που αναφέρονται στον Κανονισμό ΙΙΙ/5 του Παραρτήματος STCW∙
«επιβατηγό πλοίο» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τη Σύμβαση SOLAS, όπως εκάστοτε τροποποιείται∙
«επιβατηγό πλοίο RO-RO» (επιβατηγό – οχηματαγωγό) έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τη Σύμβαση SOLAS, όπως εκάστοτε τροποποιείται∙
«επιβάτης» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τη Σύμβαση SOLAS, όπως εκάστοτε τροποποιείται∙
«Εταιρεία» σημαίνει πλοιοκτήτη ή οποιοδήποτε άλλο οργανισμό ή πρόσωπο, όπως τον διαχειριστή ή το ναυλωτή γυμνού σκάφους (bareboat charterer), ο οποίος έχει, αναλάβει την ευθύνη λειτουργίας του πλοίου από τον πλοιοκτήτη και, δι αυτού συμφώνησε να αναλάβει όλα τα καθήκοντα και ευθύνες που επιβάλλονται στην εταιρεία από τον παρόντα Νόμο ή που αναφέρονται στην Οδηγία 2001/25/ΕΚ·
«ηλεκτροτεχνικός αξιωματικός» σημαίνει τον αξιωματικό, ο οποίος κατέχει τα προσόντα που αναφέρονται στον Κανονισμό ΙΙΙ/6 του Παραρτήματος STCW∙
«ηλεκτροτεχνικός μέλος πληρώματος» σημαίνει το ναυτικό, ο οποίος κατέχει τα προσόντα που αναφέρονται στον Κανονισμό ΙΙΙ/7 του Παραρτήματος STCW∙
«θαλάσσια υπηρεσία» σημαίνει την υπηρεσία σε πλοίο, η οποία σχετίζεται με την έκδοση ή την επανεπικύρωση πιστοποιητικού ικανότητας, πιστοποιητικού επάρκειας ή άλλου τίτλου∙
«θαλασσοπλοούν πλοίο» σημαίνει κάθε πλοίο εκτός του ακτοπλοϊκού επιβατηγού σκάφους·
«θεώρηση» σημαίνει το έγκυρο έγγραφο το οποίο έχει εκδοθεί από την Αρμόδια Αρχή σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο· ο όρος «θεωρώ» έχει ανάλογη έννοια·
«ισχύς της κύριας μηχανής πρόωσης» σημαίνει την ανώτατη συνολική συνεχή ισχύ σε κιλοβάτ όλων των κύριων προωστήριων μηχανημάτων του πλοίου, η οποία αναγράφεται στο πιστοποιητικό νηολόγησης του πλοίου ή σε άλλο επίσημο έγγραφο·
«καθήκοντα προστασίας του πλοίου» σημαίνει όλα τα καθήκοντα προστασίας και όλες τις εργασίες επί των πλοίων, όπως ορίζονται στο Κεφάλαιο XI/2 της Σύμβασης SOLAS, όπως τροποποιήθηκε και στον Κώδικα ISPS∙
«καθήκοντα χειριστή ραδιοεπικοινωνιών» περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, την τήρηση φυλακών και την τεχνική συντήρηση και επισκευές που διενεργούνται σύμφωνα με τους Κανονισμούς Ραδιοεπικοινωνιών, τη Σύμβαση SOLAS και, κατά την κρίση της Αρμόδιας Αρχής, τις σχετικές συστάσεις του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού, όπως τα προαναφερόμενα έχουν στην ενημερωμένη έκδοσή τους·
«καθορισμένο τέλος» σημαίνει τέλος καθορισμένο δια του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Τέλη και Φορολογικές Διατάξεις) Νόμου.
«Κανονισμοί Ραδιοεπικοινωνιών» σημαίνει τους Κανονισμούς Ραδιοεπικοινωνιών που είναι ή θεωρούνται παράρτημα της Διεθνούς Σύμβασης Τηλεπικοινωνιών όπως έχει τροποποιηθεί∙
«κατάλληλο πιστοποιητικό» [Διαγράφηκε]·
«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλο κράτος που είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο που υπογράφτηκε στο Οπόρτο τη 2α Μαΐου 1992 και προσαρμόστηκε από το Πρωτόκολλο το οποίο υπογράφηκε στις Βρυξέλλες την 17η Μαΐου 1993, όπως η Συμφωνία αυτή περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«κράτος μέλος υποδοχής» σημαίνει το κράτος μέλος στο οποίο οι ναυτικοί αιτούνται την αποδοχή ή την αναγνώριση των πιστοποιητικών ικανότητάς τους, των πιστοποιητικών επάρκειάς τους ή των αποδεικτικών εγγράφων τους·
«κράτος υποδοχής» σημαίνει κράτος στο οποίο ναυτικός ζητεί την αναγνώριση του πιστοποιητικού ικανότητας ή επάρκειας.
«Κυβερνήτης ακτοπλοϊκού επιβατηγού σκάφους» σημαίνει το πρόσωπο που έχει τη διακυβέρνηση ακτοπλοϊκού επιβατηγού σκάφους·
«Κυβερνήτης μικρού επιβατηγού σκάφους» σημαίνει πρόσωπο που έχει τη διακυβέρνηση μικρού επιβατηγού σκάφους, το οποίο εκτελεί πλόες σε περιοχές πέραν της αιγιαλίτιδας ζώνης της Δημοκρατίας και μεταφέρει αριθμό επιβατών όχι μεγαλύτερο των 12·
«κυπριακό πλοίο» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 5 του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Νηολόγησις, Πώλησις και Υποθήκευσις Πλοίων) Νόμου.
«Κώδικας IBC» σημαίνει το Διεθνή Κώδικα του IMO για την Κατασκευή και τον Εξοπλισμό των Πλοίων που Μεταφέρουν Επικίνδυνα Χημικά Χύμα, ο οποίος κυρώθηκε δια των περί της Διεθνούς Συμβάσεως περί Ασφαλείας της Ανθρώπινης Ζωής στη Θάλασσα (Κυρωτικών) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμων του 1985 έως 2006, όπως ο Κώδικας αυτός έχει στην ενημερωμένη έκδοσή του·
«Κώδικας IGC» σημαίνει το Διεθνή Κώδικα του IMO για την Κατασκευή και τον Εξοπλισμό των Πλοίων που Μεταφέρουν Υγροποιημένα Αέρια Χύμα, ο οποίος κυρώθηκε δια των περί της Διεθνούς Συμβάσεως περί Ασφαλείας της Ανθρώπινης Ζωής στη Θάλασσα (Κυρωτικών) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμων του 1985 έως 2006, όπως ο Κώδικας αυτός έχει στην ενημερωμένη έκδοσή του·
«Κώδικας IGF» σημαίνει τον διεθνή κώδικα για την ασφάλεια σε πλοία που χρησιμοποιούν αέριο ή άλλα καύσιμα με χαμηλό σημείο ανάφλεξης, όπως ορίζεται στον κανονισμό ΙΙ-1/2.29 της Σύμβασης SOLAS·
«Κώδικας ISPS» σημαίνει το Διεθνή Κώδικα για την ασφάλεια των πλοίων και των λιμενικών εγκαταστάσεων από παράνομες πράξεις, ο οποίος κυρώθηκε με τον περί της Συμβάσεως του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (Κυρωτικό) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμο∙
«Κώδικας STCW» σημαίνει τον Κώδικα περί της Εκπαιδεύσεως, Εκδόσεως Πιστοποιητικών και Τηρήσεως Φυλακών των Ναυτικών, ο οποίος κυρώθηκε μερικώς από τη Δημοκρατία δια του περί της Διεθνούς Συμβάσεως περί Προτύπων Εκπαιδεύσεως, Εκδόσεως Πιστοποιητικών και Τηρήσεως Φυλακών των Ναυτικών, 1978, όπως τροποποιήθηκε το 1995, (Κυρωτικού) και περί Συναφών θεμάτων (Τροποποιητικού), Νόμου του 1998, όπως ο Κώδικας αυτός έχει στην ενημερωμένη έκδοση του·
«μέλος κατώτερου πληρώματος» σημαίνει μέλος του πληρώματος πλοίου, που δεν είναι πλοίαρχος ή αξιωματικός·
«μήνας» σημαίνει ημερολογιακό μήνα ή τριάντα ημέρες που προκύπτουν από την συνάθροιση περιόδων μικρότερων του ενός μηνός·
«Μητρώο» σημαίνει το δυνάμει του άρθρου 41 τηρούμενο Μητρώο·
«μικρό επιβατηγό σκάφος» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τους περί Ακτοπλοϊκών και Άλλων Επιβατηγών Σκαφών Κανονισμούς∙
«ναυτικός» σημαίνει πρόσωπο που διαθέτει κατάρτιση και είναι κάτοχος πιστοποιητικού που έχει εκδοθεί από κράτος μέλος, τουλάχιστον σύμφωνα με τις απαιτήσεις του Παραρτήματος Ι της Οδηγίας 2001/25/ΕΚ·
«Οδηγία 2001/25/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Οδηγία 2001/25/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Απριλίου 2001 για το ελάχιστο επίπεδο εκπαίδευσης των ναυτικών», όπως η πράξη αυτή τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2005/45/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 7ης Σεπτεμβρίου 2005 και όπως περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«Οδηγία 2008/106/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Οδηγία 2008/106/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Νοεμβρίου 2008, για το ελάχιστο επίπεδο εκπαίδευσης των ναυτικών», όπως η πράξη αυτή τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2012/35/ΕΕ και όπως περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙
«Οδηγία 2012/35/ΕΕ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2012/35/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Νοεμβρίου 2012 για τροποποίηση της οδηγίας 2008/106/ΕΚ για το ελάχιστο επίπεδο εκπαίδευσης των ναυτικών», όπως εκάστοτε τροποποιείται και/ή αντικαθίσταται∙
«Παράρτημα STCW» σημαίνει το Παράρτημα της Σύμβασης STCW∙
«πιστοποιητικό» [Διαγράφηκε]·
«πιστοποιητικό επάρκειας» σημαίνει πιστοποιητικό, εκτός του πιστοποιητικού ικανότητας, που εκδόθηκε για ναυτικό και το οποίο δηλώνει ότι πληρούνται οι σχετικές απαιτήσεις εκπαίδευσης, ικανοτήτων ή θαλάσσιας υπηρεσίας που ορίζονται στο Παράρτημα STCW∙
«πιστοποιητικό ικανότητας» σημαίνει το πιστοποιητικό το οποίο εκδόθηκε και θεωρήθηκε για πλοιάρχους, αξιωματικούς και χειριστές ραδιοεπικοινωνιών G.M.D.S.S., σύμφωνα με τα κεφάλαια ΙΙ, ΙΙΙ, IV ή VII του Παραρτήματος STCW και το οποίο επιτρέπει στο νόμιμο κάτοχο του να υπηρετεί υπό τη σχετική ιδιότητα και να εκτελεί τις σχετικές λειτουργίες, στο επίπεδο ευθύνης που προσδιορίζεται στο πιστοποιητικό∙
«πιστοποιητικό περιορισμένης χρήσης» σημαίνει πιστοποιητικό το οποίο εκδίδεται σε αξιωματικούς της Λιμενικής και Ναυτικής Αστυνομίας για χρήση μόνο πάνω σε σκάφη της Λιμενικής και Ναυτικής Αστυνομίας·
«πλοίαρχος» σημαίνει πρόσωπο που έχει τη διακυβέρνηση πλοίου·
«πλοίο που φέρει τη σημαία κράτους μέλους» σημαίνει πλοίο νηολογημένο σε κράτος μέλος του οποίου φέρει τη σημαία σύμφωνα με την νομοθεσία του· πλοίο που δεν ανταποκρίνεται στον παρόντα ορισμό θεωρείται πλοίο που φέρει τη σημαία τρίτου κράτους·
«πολικά ύδατα» σημαίνει τα αρκτικά ύδατα και/ή την περιοχή της Ανταρκτικής, όπως ορίζεται στους κανονισμούς XIV/1.2 έως XIV/1.4 της Σύμβασης SOLAS·
«πολικός κώδικας» σημαίνει τον διεθνή κώδικα για τα πλοία που πλέουν σε πολικά ύδατα, όπως ορίζεται στον κανονισμό XIV/1.1 της Σύμβασης SOLAS·
«πρώτος μηχανικός» σημαίνει ανώτερο αξιωματικό μηχανής, ο οποίος είναι υπεύθυνος για τη μηχανική πρόωση, τη λειτουργία και συντήρηση των μηχανολογικών και ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων του πλοίου·
«ρυμουλκό λιμένα» σημαίνει πλοίο ή σκάφος με συνολική ισχύ μηχανών πρόωσης τουλάχιστον δύο χιλιάδων κιλοβατόρων (2.000 kW), το οποίο χρησιμοποιείται εντός λιμενικής περιοχής με σκοπό να ωθεί ή και να έλκει πλοία που καταπλέουν ή αποπλέουν·
«Σύμβαση MARPOL» σημαίνει τη Διεθνή Σύμβαση για την Αποφυγή της Ρύπανσης της Θάλασσας από Πλοία του 1973 και το σχετικό Πρωτόκολλο της του 1978, τα οποία κυρώθηκαν με τον περί της Διεθνούς Συμβάσεως περί Προλήψεως της Ρύπανσης της Θάλασσας από Πλοία (Κυρωτικό) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμο∙
«Σύμβαση SOLAS» σημαίνει τη Διεθνή Σύμβαση περί της Ασφάλειας της Ανθρώπινης Ζωής στη Θάλασσα του 1974 (SOLAS) που κυρώθηκε με τον περί της Διεθνούς Συμβάσεως περί Ασφάλειας της Ανθρώπινης Ζωής στη Θάλασσα (Κυρωτικό) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμο, καθώς και τα Πρωτόκολλα και τις τροποποιήσεις αυτής της Σύμβασης, όπως αυτή η Σύμβαση και τα Πρωτόκολλα της έχουν στην ενημερωμένη έκδοση τους∙
«Σύμβαση STCW» σημαίνει τη Διεθνή Σύμβαση περί Προτύπων Εκπαιδεύσεως, Εκδόσεως Πιστοποιητικών και Τηρήσεως Φυλακών των Ναυτικών του 1978, η οποία τροποποιήθηκε το 1995 και 2010 και κυρώθηκε με τον περί της Διεθνούς Συμβάσεως περί Προτύπων Εκπαιδεύσεως, Εκδόσεως Πιστοποιητικών και Τηρήσεως Φυλακών των Ναυτικών, 1978, (Κυρωτικό) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμο, όπως η Σύμβαση αυτή έχει στην ενημερωμένη έκδοση της και εφαρμόζεται για τα εν λόγω θέματα, λαμβανομένων υπόψη των μεταβατικών διατάξεων του άρθρου VII και του Κανονισμού I/15 αυτής της Σύμβασης και συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, των εφαρμοστέων διατάξεων του Κώδικα STCW∙
«σχολή ναυτικής εκπαίδευσης» σημαίνει σχολή ναυτικής εκπαίδευσης η οποία είναι αναγνωρισμένη από την Αρμόδια Αρχή σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους ΙΧ και η οποία προσφέρει εγκεκριμένα προγράμματα ναυτικής εκπαίδευσης που παρέχουν πιστοποιητικά, όπως καθορίζεται στον Κώδικα STCW:
«τρίτο κράτος» σημαίνει χώρα η οποία δεν είναι κράτος μέλος·
«τρίτος μηχανικός» σημαίνει τον αξιωματικό που κατέχει τα προσόντα που ορίζονται στον Κανονισμό ΙΙΙ/1 του Παραρτήματος STCW∙
«υποπλοίαρχος» σημαίνει αξιωματικό καταστρώματος ο οποίος, σε βαθμό, έπεται του πλοιάρχου, και στον οποίο περιέχεται η διακυβέρνηση του πλοίου, σε περίπτωση αδυναμίας του πλοιάρχου να εκτελέσει τα καθήκοντά του·
«Υφυπουργός» σημαίνει τον Υφυπουργό Ναυτιλίας παρά τω Προέδρω ο οποίος διορίζεται δυνάμει των διατάξεων του περί της Ίδρυσης Υφυπουργείου Ναυτιλίας και περί Διορισμού Υφυπουργού Ναυτιλίας παρά τω Προέδρω και Συναφών Θεμάτων Νόμου·
«χειριστής ραδιοεπικοινωνιών» [Διαγράφηκε]∙
«χειριστής ραδιοεπικοινωνιών G.M.D.S.S.» σημαίνει τον αξιωματικό καταστρώματος που κατέχει τα προσόντα που ορίζονται στο Κεφάλαιο IV του Παρατήματος STCW.
(2) Όροι που δεν καθορίζονται διαφορετικά στον παρόντα Νόμο έχουν την έννοια που τους αποδίδουν η Σύμβαση STCW, ο Κώδικας STCW και η Οδηγία 2001/25/ΕΚ.
(3) Στις τροποποιήσεις των διεθνών νομοθετημάτων που αναφέρονται στο εδάφιο (1) δεν περιλαμβάνονται οι τροποποιήσεις που αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2001/25/ΕΚ κατ’ εφαρμογή του Άρθρου 5 της πράξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2099/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 5ης Νοεμβρίου 2002 για την επιτροπή ασφάλειας στη ναυτιλία και πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία (COSS) και για την τροποποίηση των κανονισμών για την ασφάλεια στη ναυτιλία και την πρόληψη της ρύπανσης από τα πλοία», όπως αυτή η πράξη τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 93/2007 της Επιτροπής, της 30ης Ιανουαρίου 2007, και όπως περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.