Ερμηνεία

2. Στο Νόμο αυτό, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-

«Αστυνομία» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Αστυνομίας Νόμου.

«βασικός μισθός» σημαίνει το μισθό, τον οποίο ο κρατικός υπάλληλος δικαιούται να λάβει με βάση την καθορισμένη για τη θέση του με τον Προϋπολογισμό ή με ειδικό Νόμο μισθοδοτική κλίμακα ή πάγιο μισθό, όπως αυτός διαμορφώνεται με βάση τις διατάξεις της παραγράφου (α) του άρθρου 3 του περί Αναδιαρθρώσεως του Κρατικού Μισθολογίου (Ενσωμάτωση Γενικών Αυξήσεων και Μέρους του Τιμαριθμικού Επιδόματος και Ρύθμιση Άλλων Συναφών Θεμάτων) Νόμου·

«δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου·

«δημόσια υπηρεσία» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου και περιλαμβάνει τη Δικαστική Υπηρεσία, καθώς και υπηρεσία στο αξίωμα του Γενικού και Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και του Γενικού και Βοηθού Γενικού Ελεγκτή της Δημοκρατίας·

«κρατικός υπάλληλος» σημαίνει πρόσωπο που κατέχει θέση στη δημόσια υπηρεσία ή στη δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία ή στην Αστυνομία ή στο Στρατό είτε μόνιμα είτε προσωρινά είτε με αναπλήρωση·

«Στρατός» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί του Στρατού της Δημοκρατίας Νόμου·

«σύνταξη» σημαίνει οποιαδήποτε ετήσια σύνταξη που πληρώνεται περιοδικά δυνάμει των εκάστοτε σε ισχύ Νόμων που διέπουν τις συντάξεις των κρατικών υπαλλήλων και περιλαμβάνει σύνταξη εξαρτωμένων·

«σύνταξη εξαρτωμένων» σημαίνει σύνταξη που καταβάλλεται στο χήρο, ή στη χήρα ή και στα τέκνα κρατικού υπαλλήλου ή συνταξιούχου που απεβίωσε, δυνάμει οποιουδήποτε από τους εκάστοτε σε ισχύ Νόμους που διέπουν τις συντάξεις των κρατικών υπαλλήλων·

«συνταξιούχος» σημαίνει πρόσωπο στο οποίο χορηγήθηκε σύνταξη δυνάμει οποιουδήποτε από τους εκάστοτε σε ισχύ Νόμους που διέπουν τις συντάξεις των κρατικών υπαλλήλων.