10.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νόμου αναφορικά με θέματα ποινικής ευθύνης προσώπων που κατέχουν ή ασκούν οποιοδήποτε αξίωμα, όποιος αρνείται, παραλείπει ή αμελεί να καταβάλει το ειδικό τέλος, το οποίο υποχρεούται να καταβάλλει δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται, σε περίπτωση καταδίκης του σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα χίλια επτακόσια ευρώ (€1.700). Σε περίπτωση δεύτερης ή μεταγενέστερης καταδίκης του για το ίδιο αδίκημα, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες τετρακόσια ευρώ (€3.400) ή σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τον ένα χρόνο ή σε αμφότερες τις ποινές, της φυλάκισης και της χρηματικής ποινής.
(2) Σε περίπτωση καταδίκης οποιουδήποτε προσώπου για άρνηση ή παράλειψη ή αμέλεια καταβολής του ειδικού τέλους το οποίο υποχρεούται να καταβάλει δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, επιπρόσθετα προς οποιαδήποτε άλλη ποινή στην οποία υπόκειται, το Δικαστήριο δύναται να διατάξει τον κατηγορούμενο να καταβάλει στο ταμείο ποσό ίσο με το ποσό υπερημερίας που αρνήθηκε ή παρέλειψε ή αμέλησε να καταβάλει, καθώς και ένα επιπρόσθετο ποσό, το οποίο να μην υπερβαίνει το ποσοστό του δέκα τοις εκατόν του πιο πάνω ποσού και σε περίπτωση δεύτερης ή μεταγενέστερης καταδίκης του για το ίδιο αδίκημα, ποσό που να μην υπερβαίνει το ποσοστό του δεκαπέντε τοις εκατόν του πιο πάνω ποσού.
(3) Οποτεδήποτε αποδεικνύεται ότι αδίκημα που διαπράχθηκε από νομικό πρόσωπο, κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών που εκδίδονται με βάση τον παρόντα Νόμο, διαπράχθηκε με συναίνεση ή συνενοχή ή αμέλεια διευθυντή, συμβούλου, γραμματέα ή άλλου αξιωματούχου του νομικού προσώπου ή οποιουδήποτε προσώπου που ενεργεί με τέτοια ιδιότητα, τόσο αυτός όσο και το νομικό πρόσωπο είναι ένοχοι του αδικήματος και υπόκεινται εις ποινική δίωξη και στις προνοούμενες για κάθε περίπτωση ποινές.