3.(1) Οποιοσδήποτε εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτης χρέους:
(α) προβεί σε οποιαδήποτε:
(i) δωρεά, μεταβίβαση ή επιβάρυνση προς όφελος τρίτου οποιουδήποτε περιουσιακού του στοιχείου· ή
(ii) μετακίνηση, απόκρυψη ή άλλη αποξένωση οποιουδήποτε περιουσιακού του στοιχείου.
εφόσον οι ενέργειες αυτές γίνονται με σκοπό την παρεμπόδιση ή καθυστέρηση ικανοποίησης των εκ δικαστικής αποφάσεως χρεών του.
(β) κατά τη σύναψη οποιουδήποτε χρέους ή υποχρέωσης εξασφαλίσει πίστωση με ψευδείς παραστάσεις ή μετά από οποιαδήποτε άλλη απάτη.
(γ) παραλείψει να καταβάλει προς τον εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή το ποσό οποιασδήποτε δόσης κατά την ημερομηνία πληρωμής που είχε διαταχθεί από το Δικαστήριο κατά την έκδοση διατάγματος πληρωμής εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους με δόσεις, για λόγο άλλο από οικονομική ή φυσική αδυναμία.
είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται στις ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 4.
(2) Ουδεμία δίωξη ασκείται, δυνάμει της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1), εναντίον εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτη χρέους, εκτός αν αυτός παραλείπει να καταβάλει την πληρωμή τουλάχιστον τριών δόσεων:
Νοείται ότι, σε περίπτωση που οι δόσεις που υπολείπονται προς εξόφληση του χρέους είναι λιγότερες από τρεις δύναται να ασκηθεί ποινική δίωξη αν παραλείπει να καταβάλει οποιαδήποτε δόση.
(3) Οι ενέργειες που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) τεκμαίρονται, μέχρι απόδειξης του αντιθέτου, ότι έγιναν με σκοπό την καταδολίευση του εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή, ανεξάρτητα αν έγιναν πριν ή μετά την καταχώρηση της αγωγής δυνάμει της οποίας εκδόθηκε απόφαση, την εκτέλεση της οποίας επιδιώκει ο ειρημένος εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτής.
(4) Σε οποιαδήποτε ποινική διαδικασία για αδίκημα δυνάμει του εδαφίου (1) αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο αν αποδείξει:
(α) προκειμένου περί κατηγορίας, δυνάμει της παραγράφου (α) του εδαφίου (1), για καταδολιευτική μεταβίβαση ή επιβάρυνση ή μετακίνηση ή αποξένωση, ότι η εν λόγω πράξη έγινε προς συγγενικό πρόσωπο ή προς αγοραστή με καλή πίστη και χωρίς πρόθεση να παρεμποδίσει ή καθυστερήσει τον πιστωτή στη είσπραξή του οφειλόμενου σε αυτόν εξ αποφάσεως χρέους· ή
(β) προκειμένου περί κατηγορίας δυνάμει της παραγράφου (β) του εδαφίου (1), ότι η πίστωση δεν έχει εξασφαλιστεί με ψευδείς παραστάσεις ή μετά από οποιαδήποτε άλλη απάτη αλλά ότι αυτή έχει εξασφαλιστεί με καλή πίστη και χωρίς πρόθεση καταδολίευσης του συμβαλλομένου μέρους·
(γ) προκειμένου περί κατηγορίας δυνάμει της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1), ότι έχει συμμορφωθεί με το διάταγμα πληρωμής εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους με δόσεις ή ότι έχει μεταβληθεί η οικονομική του κατάσταση από την ημερομηνία έκδοσης του εν λόγω διατάγματος ή ότι έχει υποβάλει αίτηση στο Δικαστήριο για τροποποίηση ή αναστολή του διατάγματος την οποία έχει επιδώσει στον εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή, πριν από την επίδοση του κατηγορητηρίου σ’ αυτόν.
(5) Για τους σκοπούς του εδαφίου (4):
(α) “συγγενικό πρόσωπο” σημαίνει πατέρα, μητέρα, σύζυγο, τέκνο, εγγονό, αδελφό ή αδελφή.
(β) “καλή πίστη” σημαίνει:
(i) σε σχέση με πράξη που γίνεται προς όφελος συγγενικού προσώπου, μεταβίβαση ή επιβάρυνση που γίνεται έναντι λογικού ανταλλάγματος, περιλαμβανομένης και ανταλλαγής με περιουσία ίσης αξίας ή μεταβίβαση ή επιβάρυνση ή μετακίνηση ή αποξένωση που γίνεται με σκοπό τη μόρφωση, ιατρική περίθαλψη ή αποκατάσταση του εν λόγω προσώπου· και
(ii) σε σχέση με πράξη που γίνεται προς όφελος αγοραστή, οποιαδήποτε μεταβίβαση ή επιβάρυνση γίνεται έναντι λογικού ανταλλάγματος.