4.-(1) Καθιδρύεται Επιτροπή Διερεύνησης Ασυμβιβάστου, που θα καλείται “η Επιτροπή”, η οποία αποτελείται από ένα συνταξιούχο δικαστή, ο οποίος ενεργεί ως πρόεδρος της Επιτροπής, το Γενικό Λογιστή της Δημοκρατίας, από ένα Εισαγγελέα της Δημοκρατίας του Γραφείου του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και από το Γενικό Διευθυντή της Βουλής των Αντιπροσώπων που θα ενεργούν ως μέλη και θα διορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο. Τα μέλη της Επιτροπής δε λαμβάνουν χρηματική αποζημίωση για τις υπηρεσίες τους στην Επιτροπή.
(2) Η Επιτροπή διερευνά αυτεπάγγελτα ή κατόπιν καταγγελίας ή μετά από γραπτή αποκάλυψη του προσώπου που αναλαμβάνει κάποιο αξίωμα, που αναφέρεται στον Πίνακα του παρόντος Νόμου, σύμφωνα με το άρθρο 5(1).
(3) Η Επιτροπή συνεδριάζει, όταν παρίστανται τρία μέλη. οι αποφάσεις της Επιτροπής λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία:
(4) Αν η Επιτροπή αποφανθεί ότι συντρέχουν λόγοι ασυμβιβάστου αλλά και είτε διαπιστωθεί είτε δε διαπιστωθεί επηρεασμός από τους πιο πάνω αξιωματούχους ή από οποιονδήποτε από αυτούς για αποκόμιση άμεσου ή έμμεσου οικονομικού οφέλους του αξιωματούχου ή της πιο πάνω εταιρείας, του συνεταιρισμού, της επιχείρησης ή της κοινοπραξίας, τότε, αφού ερευνήσει, συντάσσει αιτιολογημένο πόρισμα, το οποίο καταθέτει στο διορίζον αυτό όργανο.
(5) Το Υπουργικό Συμβούλιο εκδίδει κανονισμούς που εγκρίνονται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και οι οποίοι θα ρυθμίζουν τη διαδικασία έρευνας και σύνταξης του πιο πάνω πορίσματος και τα έξοδα παραστάσεων του προέδρου της Επιτροπής, με βάση τον παρόντα Νόμο.
(6) Το αιτιολογημένο πόρισμα που εκδίδει η Επιτροπή συνιστά διοικητική πράξη και υπόκειται σε προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.